ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ
29/09/2015 Ένα μύθο θα σας πω....
Του Δημήτρη Μικελλίδη
"Ένα μύθο θα σας πω
που τον μάθαμε παιδιά..."
Έτσι ξεκινούσε ένα τραγούδι που έφτανε στ' αυτιά μας από τη γοητευτική φωνή της Νανάς Μούσχουρη. Αυτό το τραγούδι ήταν τεράστια επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του '70 και το ακούαμε απ' το ραδιόφωνο χωρίς να καταλαβαίνουμε - παιδιά καθώς ήμαστε- και πολύ το νόημα απ' τους στίχους του.
μεγαλώσαμε ανάμεσα σε μύθους που δημιούργησαν πρώτα η μοναδική τηλεόραση του τόπου - ελεγχόμενη πάντα από την εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα - αλλά και η ευπιστία μας απέναντι σε δημαγωγούς και λαϊκιστές καθώς αργότερα και ο συνεχής βομβαρδισμός των κάθε είδους Μέσων Μαζικής αποχαύνωσης - από την ιδιωτική τηλεόραση μέχρι τις πολιτικές διαφημίσεις και τα social media - φτάσαμε σ' ένα σημείο όπου η ζωή μας, τα "πιστεύω" μας ήταν πασπαλισμένα με μπόλικους μύθους. Μύθους που ένας μετά τον άλλο άρχισαν να καταρρέουν, όταν ο τόπος κατάρρευσε ηθικά, πολιτικά, οικονομικά...
Μύθος οι πολιτικοί που τα ξέρουν όλα, που νοιάζονται για όλα, που αγωνίζονται για ένα λαμπρό μέλλον του τόπου μας. Στη θέση του μύθου πολιτικοί που αυτοσχεδιάζουν, που λειτουργούν με το συναίσθημα και όχι τη λογική, που στην πραγματικότητα είναι μετρ της αυτοπροβολής και κυνηγοί της ατάκας, άνθρωποι που πρώτα νοιάζονται για ίδιον όφελος και όφελος των "δικών" τους. Ευθυνόφοβοι που σκέφτονται το πολιτικό κόστος πριν από κάθε ενέργειά τους, που θωπεύουν και γαργαλάνε αυτιά αντί να είναι πρωτοπόροι.
Μύθος το "πάνω απ΄ όλα το συμφέρον της πατρίδας και του τόπου", αφού στην πράξη πάνω απ' όλα το κόμμα, το εγώ, το γάντζωμα στην εξουσία και στην καρέκλα της. Σκάνδαλα, Μαρί, λάθος πολιτικές που οδήγησαν σε καταστροφές, λάθος επιλογή ανθρώπων σε καίρια πόστα, άρνηση συνεργασίας με τον άλλο για να κρατάμε τον κόσμο σε πόλωση και να δικαιολογούμε την παρουσία μας στην πολιτική σκηνή... Μεμψιμοιρίες και γκρίνια, προκαταβολική απόρριψη κάθε προσπάθειας για συναίνεση, συμφιλίωση, αυναντίληψη. Τόσα και τόσα παραδείγματα.
Μύθος και οι παντοδύναμες τράπεζες. Ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας μας. Γίγαντες με πήλινα πόδια και ρουφήχτρες του λαού αποδείχτηκε ότι ήταν. Οι σοφές τους αποφάσεις, οι (παρα)μορφωμένοι τους σύμβουλοι και τα συμβούλιά τους που ξέρουν να αποφασίζουν, να επενδύουν και να φέρνουν κέρδη αποδείκτηκε φενάκη. Τα golden boys των τραπεζών, οι ατσαλάκωτοι, οι κουστουμαρισμένοι με τα tablets υπό μάλης υπήρξαν οι οδοστρωτήρες της οικονομίας του τόπου, ενώ την ίδια ώρα εκτόξευσαν τις δικές τους προσωπικές καταθέσεις και περιουσίες.
Μύθος η καλοπέραση, η ευδαιμονία, το υπερβολικό χρήμα, ο (υπερ)καταναλωτισμός, η ανθηρή οικονομία του τόπου, το οργανωμένο και δίκαιο κράτος με το κοινωνικό πρόσωπο. Η κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας παρέσυρε μαζί της και αυτούς τους μύθους που συντηρούσαν με εύσχημο τρόπο όλοι εκείνοι που φρόντιζαν να παρασέρνουν ένα ολόκληρο λαό και να τον πείθουν να ξοδεύει, να ξοδεύει.... και την ίδια ώρα να απομακρύνεται από τις ρίζες του, από τις παραδόσεις του και να μετατρέπει σε Θεό του το χρήμα ξεχνώντας ποιος είναι και πού πηγαίνει...
Μύθοι παντού. Μύθος η αγάπη στην ομάδα και ο αγώνας για τη φανέλα της. Πρώτα είναι τα στημένα παιχνίδια και τα κέρδη στα στοιχήματα και μετά η ομάδα, οι φίλαθλοί της, οι ιδέες που πάντοτε πρέσβευε. Η προβολή των παραγόντων, το παρασκήνιο, η προσκόμιση κέρδους στους ενασχολούμενους με το αντικείμενο-κέδρους είτε χρηματικού είτε πολιτικού. Σε ποια ομάδα να πιστεύεις; Με ποιο σθένος να πας στο γήπεδο;
"Για τον μύθο που μας λέτε,
Κι άλλο μύθο θα σας πω", συνέχιζε το τραγούδι.
Μύθος ακόμη και οι συγγενικοί δεσμοί. Μια διαφωνία στην περιουσία και στο διαμοιρασμό της είναι αρκετή να αναποδογυρίσει το σύμπαν. Μια επιτυχία της μιας οικογένειας μπορεί να φέρει σε κατάσταση αντιπαράθεσης τις υπόλοιπες, αφού το σαράκι της ζήλιας ελλοχεύει.
Μύθος ακόμη και οι αιώνιες φιλίες και οι μεγάλοι, ανεπανάληπτοι έρωτες. Έτσι καθώς ο άνθρωπος απομονώνεται στον εαυτό του, έτσι όπως κυνηγά τη φιληδονία και ψάχνει να βρει την ευδαιμονία στην ύλη αφήνοντας κατά μέρος την όποια πνευματικότητα και την εν Θεώ βιωτή φτάνει η στιγμή που φιλίες και αγάπες γκρεμίζονται. Και τότε εμβρόντητοι οι άνθρωποι μαθαίνουν για διαζύγια που ποτέ δεν μπορούσαν να διανοηθούν. Για φίλους που πλέον έγιναν ορκισμένοι εχθροί.
Μύθοι πολλοί και στα σχολεία. Εκεί μαθαίνουμε για τους θριάμβους μας σαν έθνος αλλά ξεχνιόμαστε να μαθαίνουμε για τα λάθη και τα δικά μας εγκλήματα. Εκεί γνωρίζουμε για ένα κόσμο στρωμένο με ροδοπέταλα, ενώ η πραγματικότητα είναι σκληρή, αδυσώπητη. Εκεί διδασκόμαστε για το δίκαιο και την επικράτησή του πάνω σε κάθε είδους αδικία, ενώ ο νόμος της ζούγκλας βασιλεύει παντού.
Μύθος και η περίφημη δημοκρατία μας. Πώς μπορεί να είναι ίσοι η ψήφοι των ανθρώπων; Πώς είναι δυνατό να έχει η κάθε ψήφος την ίδια βαρύνουσα σημασία; Άλλοι ψηφίζουν έτσι όπως έμαθαν στην οικογένειά τους χωρίς ποτέ να προβληματιστούν, άλλοι απλώς γιατί θεωρούν πως επιβάλλει το προσωπικό τους συμφέρον, κάποιοι μετά από έντονο προβληματισμό και πολλή σκέψη δίνουν την ψήφο τους εκεί που πιστεύουν πραγματικά ότι αξίζει για το καλό του συνόλου. Υπάρχουν ψήφοι που δίνονται καθ' υποβολήν αφού οι ψηφοφόροι δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν οι ίδιοι οπότε το εκμεταλλεύονται άτομα του περίγυρού τους. Και φυσικά πολλές ψήφοι επηρεάζονται από την έντονη πολιτική διαφήμιση, την προπαγάνδα των ΜΜΕ που διαδραματίζουν πλέον σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Για ποια δημοκρατική διαδικασία μιλάμε πλέον; Εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ελληνισμός οδηγήθηκε στον γκρεμό μέσα από "δημοκρατικές" αποφάσεις που ο λαός πήρε μετά από εκλόγες και δημοψηφίσματα, όπου η προπαγάνδα και ο λαϊκισμός ήταν οι κύριοι καθοδηγητές της λαϊκής ετυμηγορίας. Το πρόσφατο παράδειγμα της Ελλάδας είναι εκεί για να μας το θυμίζει.
Μεγαλώσαμε με τους μύθους του Αισώπου που είχαν μια γοητεία ανεπανάληπτη και μια σοφία εντυπωσιακή, τη σκυτάλη όμως στη ζωή μας πήραν οι μύθοι της πολιτικής και της οικονομίας, του αθλητισμού και των καθημερινών συναλλαγών μας. Μ' αυτούς συνεχίσαμε να μεγαλώνουμε, να "ωριμάζουμε", να ζούμε, να πορευόμαστε και μ' αυτούς οδηγούμαστε στα γηρατειά. Η κατάρρευσή τους ίσως σημάνει και την προσωπική αλλά και συλλογική μας αναγέννηση. Ποιος ξέρει;
02/07/2015 Στις Λαϊκές Οργανώσεις
Καθόταν μονάχος στο καφενείο των «Λαϊκών Οργανώσεων» της ενορίας του. Σ’ ένα γεμάτο καφενείο ο ίδιος επέλεξε ένα τραπεζάκι στην αυλή, σχεδόν κολλημένο στο μικρό περιτοίχισμα του καφενείου, χωρίς κανένα σύντροφο στην παρέα του. (Σύντροφοι αλληλο-αποκαλούνταν μεταξύ τους ακόμα τα μέλη του σωματείου, απότοκο μιας άλλης εποχής, τότε που τα μέλη αυτά αυτό-προσδιορίζονταν με περηφάνια ως κομμουνιστές, λαϊκοί αγωνιστές και άλλα παρόμοια). Είχε μπροστά του ένα γεμάτο ποτήρι μπίρα, ξηρούς καρπούς και τρία άδεια μπουκάλια μπίρας. Τα παράσημά του δηλαδή από την μέχρι εκείνη τη στιγμή καταναλωτική του απογευματινή πορεία. Οι υπόλοιποι θαμώνες άλλοι επιδίδονταν σε παρτίδες ταβλιού, άλλοι σε χαρτί κι άλλοι απλώς κουβέντιαζαν την επικαιρότητα. Κάποιοι ήταν προσηλωμένοι στον ημερήσιο τύπο αλλά και σε κομματικές φυλλάδες που συνηθίζονταν στο συγκεκριμένο χώρο.
Ο μοναχικός σύντροφος, παρέα πάντα με την μπίρα του και τις σκέψεις του κοίταζε χωρίς να βλέπει το δρόμο και την κίνηση των οχημάτων. Θα ‘ταν γύρω στα εξήντα, αν και φαινόταν μεγαλύτερος για την ηλικία του, με πυκνά μαύρα μαλλιά (ασύμμετρα με την ηλικία του) , με αξύριστο πρόσωπο βγαλμένο λες από δεξαμενή μηχανέλαιων! Με χέρια γεμάτα ρόζους και χοντρός θα στοιχημάτιζες για το επάγγελμά του: νταλικέρης, φορτηγατζής, λιμενικός εργάτης …
Μεγάλωσε σ’ αυτό το σωματείο. Το σπίτι του, μόλις ένα στενό πιο κάτω, τον έβλεπε λιγότερο απ’ ότι ο μπουφετζής και οι υπόλοιποι θαμώνες του χώρου. Έμαθε από μικρός να αγαπά το Κόμμα, να πιστεύει στην κατάργηση των εθνών, στην ισότητα των ανθρώπων, στη δύναμη του μαρξισμού, στην παντοδυναμία του Στάλιν, στον παράδεισο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όλα όσα τον δίδασκαν στις Σαββατιάτικες συνάξεις κατήχησης στα ενδότερα της αριστερής ιδεολογίας. Μεγάλωσε διαβάζοντας τη μία και μοναδική αληθινή εφημερίδα του νησιού του, αγάπησε τους συμμορίτες του ΕΑΜ, λάτρευε ν’ ακούει τις ομιλίες των απεσταλμένων του Κόμματος στο Σωματείο, αφισοκολλούσε κάθε που είχε εκλογές και κάθε που πλησίαζε η Πρώτη του Μάη. Έμαθε να αποκαλεί συντρόφους όσους ψήφιζαν το Κόμμα και να μισά και να τους θεωρεί «κάτι άλλο» όσους πίστευαν και ψήφιζαν άλλο πολιτικό χώρο. Λάτρευε την «ομάδα του λαού», γύριζε από πόρτα σε πόρτα να πωλεί άλλοτε λαχεία του κόμματος και άλλοτε λαχεία του σωματείου. Έμαθε να λέει ναι ή να λέει όχι ανάλογα με τις υποδείξεις. Ένας καλός, αγνός, λαϊκός πατριώτης.
Την δική του πορεία προσπάθησε να περάσει και στα παιδιά του. Αντίθετα απ’ τον ίδιο εκείνα είχαν καλύτερη τύχη στο σχολείο. Σπούδασαν κιόλας κι αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά σχετικά εύκολα. Προς τούτο βοήθησε και το Κόμμα, αφού οι συγκυρίες το ‘φεραν ώστε να χουν πρόσβαση στην εξουσία τα «κρίσιμα» χρόνια που τα παιδιά έψαχναν για δουλειά. Χωρίς να το καταλάβει από αγνός εργαζόμενος και ανιδιοτελής λαϊκός άνθρωπος έγινε κι εκείνος μέρος του κατεστημένου, ρουσφετολάγνος, υποταχτικός στον κάθε κομματικό απεσταλμένο που ενώ εκείνος έδρεπε τις δάφνες της εξουσίας έριχνε και κανένα κοκαλάκι στα «συντρόφια» εξαγοράζοντας έτσι την αιώνια υποταγή τους.
Ούτε η διάλυση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» και το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου, ούτε οι αποκαλύψεις για τα έργα και τις ημέρες του Στάλιν και των υπόλοιπων συντρόφων στάθηκαν ικανά να αλλάξουν τη στάση του απέναντι στην ιδεολογία του. Οι άλλοι απλώς δεν εφάρμοσαν σωστά τις επιταγές του Μαρξ! Αυτά τους εξηγούσαν απ’ το Κόμμα αυτά πίστευε αν και κάτι τον έτρωγε ενδόμυχα ότι κάπου όλα αυτά δεν κολλούσαν με την πραγματικότητα. Αλλά τα παραμύθια βόλευαν τη συντήρηση των όσων έμαθε να πιστεύει. Ο κλονισμός ήλθε χρόνια αργότερα, εκ των έσω. Τότε που ανέβασαν στην εξουσία έναν άνθρωπο που για δεκαετίες έμαθαν να μισούν. Κι αργότερα όταν για πρώτη φορά ανέβηκε στην εξουσία το ίδιο το Κόμμα. Είδε την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας. Είδε μέτρια συντρόφια σε καίρια πόστα. Ψαχούλεψε την αλλαγή του προσώπου της Αριστεράς και ένιωσε την αστικοποίησή της. Ένιωσε την επαλήθευση της φράσης «φύγαν οι δεξιοί κι ήλθαν οι αδέξιοι», όταν είδε την κατρακύλα της οικονομίας και την αναβλητικότητα στη λήψη αποφάσεων. Όταν αντιλαϊκά μέτρα παίρνονταν από μια κατ΄ ευφημισμό «λαϊκή» κυβέρνηση. Κι ήλθε ο κόσμος ανάποδα όταν η φοβερή έκρηξη στον ηλεκτροπαραγωγό σταθμό του τόπου πήρε ζωές αθώων ανθρώπων και βύθισε το νησί στο σκοτάδι και την οικονομία την έθαψε στα τάρταρα. Δεν μπορούσε να φανταστεί το τι θα επακολουθούσε. Μια Αριστερά αλλοτριωμένη, αποστασιοποιημένη από όλα όσα δίδασκε και προπαγάνδιζε στα μέλη της, κοινωνικά ανάλγητη, γεμάτη σύνδρομα και πνιγμένη στις ιδεοληψίες της. Μπορεί να μην είχε ιδιαίτερη μόρφωση αλλά έμαθε να ζει τίμια, να υπηρετεί αγνά και με ανιδιοτέλεια τα πιστεύω του, να νιώθει τον πόνο του άλλου, να κοιτάζει τον καθένα στα μάτια με μια καθαρότητα που αντανακλούσε στην ψυχή του. Η ιδεολογία του αναμιγμένη με τη βαθιά θρησκευτικότητα της γριάς μάνας του τον έκανε ένα βαθυστόχαστο άνθρωπο, έντονα πολιτικοποιημένο και βαθιά ανθρωποκεντρικό. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τα όσα έβλεπε να εκτυλίσσονται γύρω του. Κι αρχικά έκανε την επανάστασή του. Έπαψε για λίγο να πηγαίνει στο Σωματείο. Αρνήθηκε να διαβάζει την κομματική εφημερίδα. Γύρισε την πλάτη στις επόμενες επισκέψεις κομματικών αξιωματούχων. Ακόμα και την «ομάδα του λαού» έβγαλε έξω απ’ την καθημερινότητά του. Ένιωσε απελευθερωμένος αλλά και μ’ ένα τεράστιο κενό μέσα του. Αλήθεια, τι του έφταιξε ο χώρος του Σωματείου; Εκεί μεγάλωσε, εκεί ένιωσε χρήσιμος και έβαλε τις βάσεις για τη μετέπειτα πορεία του στη ζωή του. Κι η ομάδα που του χάρισε τόσες χαρές σε τι έφταιγε; Αν κάποιοι την εκμεταλλεύονταν για πολιτικό όφελος η ομάδα ως ομάδα, ως ιδέα κι ως ένα σώμα ανθρώπων με κοινούς αγώνες σε τι έφταιγε; Αν κάποιοι αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, γιατί ο ίδιος θα ‘πρεπε να κλοτσήσει, να αποποιείτο παρελθόν του κι ότι αγάπησε και πίστεψε; Γιατί τα λάθη, η ανικανότητα και η απληστία των λίγων θα ‘πρεπε να ενταφιάσουν όλα όσα ήταν συνυφασμένα με την ίδια την ύπαρξη του; Μια νέα επανάσταση γεννήθηκε μέσα του. Όχι, δε θ’ άφηνε κανένα να του ξεριζώσει το παρελθόν, τις μνήμες, τις αγάπες του, τα πιστεύω του. Το Σωματείο ήταν δικό του. Δική του και η ομάδα. Δικιά του και η ιδεολογία. Άλλοι χρεοκόπησαν ιδεολογικά, πολιτικά, ηθικά. Όχι ο ίδιος.
Επέστρεψε στο φυσικό του χώρο. Εκεί που χρόνια, μετά το μεροκάματο της μέρας, άπλωνε το κουρασμένο του κορμί. Μιλούσε λιγότερο και με λιγότερους. Καθόταν ήσυχος, συνήθως απομονωμένος, έπινε τις μπίρες του, βυθιζόταν στις σκέψεις του, έριχνε καμιά ματιά στις ειδήσεις της τηλεόρασης, σιχτίριζε πολλούς από μέσα του, θυμόταν το μοναδικό εκείνο «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», στον τάφο του Καζαντζάκη. Όταν το είδε είχε πει ότι επρόκειτο για αμπελοφιλοσοφίες. Τώρα καταλάβαινε πως επρόκειτο για ένα βαθυστόχαστο νόημα , απαύγασμα μιας πολυκύμαντης ζωής. Και τώρα και της δικής του ζωής…
10/06/2015 Γιορτή του πατέρα!
Ξύπνησε απ’ τα ξημερώματα. Όπως το συνήθιζε, χρόνια τώρα. Με αργές κινήσεις φόρεσε τις παντούφλες του και βγήκε στη βεράντα. Ένα ψυχρό αεράκι, νοτισμένο ένιωσε να διαπερνά το κορμί του. Μπήκε μέσα, έριξε πάνω του μια ρόμπα, δεν το ‘χε σε τίποτα ν’ αρπάξει πάλι κανένα κρυολόγημα. Τελευταίως έγινε πολύ επιρρεπής στις ιώσεις. Και ταλαιπωρήθηκε αρκετές φορές βασανίζοντας άθελά του και τα παιδιά του. Που μπορεί να ‘μεναν μακριά αλλά η αλήθεια έτρεχαν αμέσως μόλις ένιωθαν τον πατέρα τους άρρωστο. Γι’ αυτό όσο μπορούσε απέκρυβε απ’ αυτά κάποιες οσφυαλγίες, αρρυθμίες, αδιαθεσίες κι ότι άλλο γεροντικό τον επισκεπτόταν.
Πήρε το βιβλίο που διάβαζε αυτές τις μέρες και κάθισε όσο πιο άνετα μπορούσε στην αγαπημένη του καρέκλα. Η συντροφιά των βιβλίων ήταν κάτι που του έδινε νόημα να ζει και του γέμιζε πολύ όμορφα τις ώρες του. Δεν άφηνε βιβλίο για βιβλίο. Κάποια απ’ αυτά τα είχε διαβάσει ξανά και ξανά απ’ τα νιάτα του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αλλιώς διαβάζεις Καζαντζάκη στα είκοσι χρόνια σου κι αλλιώς τον βλέπεις και τον αντιλαμβάνεσαι στα εβδομήντα πέντε σου. Άλλη είναι η αίσθηση της ποιητικής γραφής του Ελύτη τότε κι άλλη τώρα. Αλλά και η μελέτη ιστορικών συγγραμμάτων τον έθελγε καθώς πολλά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου του, που τη βίωσε με δραματικό τρόπο όντας πρόσφυγας ο ίδιος, αποκαλύπτονταν μπροστά στα μάτια του και όλο και περισσότερο κατανοούσε τα πόσο ερασιτεχνικά είχαμε πολιτευτεί και πόσο επιπόλαια συμπεριφερθήκαμε, πολιτική ηγεσία και λαός, οδηγώντας τον τόπο στην καταστροφή.
Kυριακή ήταν. Οι καμπάνες τ’ Άη Μηνά, μεγάλη η χάρη του, είχαν κτυπήσει από νωρίς, σχεδόν ταυτόχρονα με το βόλεμά του στην καρέκλα. Σταυροκοπήθηκε και άρχισε το διάβασμα. Τον απορρόφησαν οι μηχανογραφίες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, 1967-1974, ένιωσε οργή για τους ερασιτεχνισμούς και τον μειωμένο πατριωτισμό των δικτατόρων, αλλά και τον αφελή τρόπο που πολιτεύονταν στην Κύπρο. Κι εκεί που φούντωναν τα νεύρα του οι νέες κωδωνοκρουσίες τον επανέφεραν. Ήταν ώρα ν’ αφήσει τη βεράντα και να μπει στο σπίτι. Να ετοιμαστεί και να πάει στο κυριακάτικο καταφύγιό του. Έβαλε τη μαύρη φορεσιά του με το θαλασσί πουκάμισο, πέρασε και τη ριγέ γραβάτα στο λαιμό - γαλάζια, μπλε και σκούρο μπλε – και ξεκίνησε. Στην εκκλησιά πήρε τη θέση του, στο πρώτο στασίδι, αριστερά, πολύ κοντά στον αριστερό ψάλτη. Παρακολουθούσε με προσοχή τη λειτουργία. Κάποιες φορές έκλεινε τα μάτια και ψέλλιζε μια προσευχή, κάποιες άλλες προσπαθούσε να καταλάβει τα λόγια του ιερέα και των ιεροψαλτών. Άλλοτε πάλι κοίταζε διεισδυτικά τις κινήσεις του ιερέα, των μικρών με τα εξαπτέρυγα, αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν στο ναό. Κι υπήρχαν φορές που αφηρημένος ταξίδευε νοερά στο χωριό του, μικρό παιδί παπαδάκι στην εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Με τον πάτερ Σάββα, τον φτωχό και ταπεινό ιερέα του χωριού, να ετοιμάζει με κατάνυξη τη Θεία μετάληψη, με τον γέρο Βασίλη στο ψαλτήρι ν’ αγωνίζεται να ψάλλει σε βυζαντινούς ήχους, αν και οι γνώσεις του για τη συγκεκριμένη μουσική περιορίζονταν σε ότι έμαθε πρακτικά από τον πρωτοψάλτη στη Μητρόπολη, όταν μικρό παιδί έμεινε για λίγους μήνες στην Κερύνεια μαθητεύοντας τσαγκάρης σ’ ένα συγγενή του. Έτσι φτερούγιζε η μνήμη, έτσι πετούσε η φαντασία κι ούτε που το κατάλαβε ότι η λειτουργία έφτανε στο τέλος της κι ο ιερέας λάμποντας είχε στηθεί στο Άγιο Βήμα κι έκανε την απόλυση.
Στο προαύλιο της εκκλησιάς έπιασε ψιλή κουβέντα με συνομήλικους, αλλά και νεότερους, κι εφοδιασμένος με αντίδωρο και κόλλυβα – πάντα έλεγε πως τα κόλλυβα είναι ένα πλήρες πρωινό και φρόντιζε να παίρνει ένα σακουλάκι γεμάτο στο σπίτι κάθε Κυριακή – τράβηξε για το σπίτι του. Από μακριά είδε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοικτά. Ανησύχησε. Τελευταίως ακούστηκαν πολλά για κλεψιές και τέτοια ακόμα και στο φιλήσυχο χωριό του, που τον φιλοξενεί εδώ και σαράντα χρόνια μετά την προσφυγιά. Η οικονομική κρίση δυστυχώς επηρέασε όλους και μείωσε τις ηθικές αντιστάσεις ορισμένων ανθρώπων.
Δεν δίστασε καθόλου. Άνοιξε όσο μπορούσε το βήμα του. Μα ναι, πώς δεν το σκέφτηκε; Αδιάψευστος μάρτυρας τα αυτοκίνητα κάτω απ’ τα δέντρα απέναντι από το σπίτι. Τα παιδιά του ήταν. Μα πώς μπορεί να έχουν έλθει και τα τρία του παιδιά; Αλλά και εγγόνια, καθώς τα αυτοκίνητα είχαν σχεδόν γεμίσει το άδειο οικόπεδο απέναντι απ’ το σπίτι. Δεν τον είχαν ενημερώσει. Τι τους ήλθε να βρεθούν όλοι στο χωριό; Γιορτή δεν ήταν, γενέθλια δεν είχε, τόση συγκυρία να έλθουν χωρίς συνεννόηση;
Πέρασε μέσα απ’ το κάγκελο του σπιτιού και προτού πατήσει το πόδι του στη βεράντα μπροστά στην είσοδο παιδιά κι εγγόνια, ακόμα και τα μικρούλια τα δισέγγονα πρόβαλαν χαρούμενα απ’ το σπίτι καλημερίζοντας με χαρούμενες φωνές, αγκαλιάζοντας τον πατέρα και παππού τους.
«Χρόνια Πολλά», ακούστηκαν από πολλά στόματα. «Να τα εκατοστήσεις κι ακόμα παραπάνω», συνέχισαν οι ευχές. Και να τα λουλούδια, τα δώρα σε πολύχρωμες κόλλες τυλιγμένα … Μα τι γιορτή ήταν; Γενέθλια είχε τον κουτσοφλέβαρο, ονομαστική γιορτή τα Χριστούγεννα, τρελάθηκαν; Η απορία λύθηκε σαν βγήκε μπροστά μπροστά η Μαρία-Έλενα, η μικρή δισέγγονη και με στεντόρεια φωνούλα απάγγειλε ένα ποιηματάκι:
Ποιος με παίρνει απ’ το χεράκι/ και με πάει στην εξοχή;
Ποιος μου λέει τραγουδάκι/ μου μαθαίνει προσευχή;
Ποιος μου παίρνει παραμύθια/και διαβάζουμε μαζί;
Ποιος το φόβο πάντα διώχνει/απ τα μάτια μου μπροστά,
Φύλακας και οδηγός μου / μου κρατάει συντροφιά;
Μα ποιος άλλος, ο μπαμπάς μου, φιλαράκος μου χρυσός,
Που γιορτάζει αυτή τη μέρα κι εγώ του λέω «σ’ αγαπώ»!
Μα ναι, τρίτη Κυριακή του Ιούνη σήμερα. Γιορτή του πατέρα. Και να που τα παιδιά του δεν τον ξέχασαν. Και να που άφησαν ότι άλλο κι αν είχαν, παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα κι ήλθαν να μοιραστούν αυτή τη μέρα μαζί του. Μα υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν πατέρα να νιώθει την αγάπη των παιδιών του; Αλήθεια, πόση ευτυχία θα νιώθει η αγνή ψυχούλα της γυναίκας του βλέποντας απ’ τον παράδεισο την τόση χαρά του και την οικογένεια μαζεμένη κι αγαπημένη!
Με την ανάποδη του δεξιού του χεριού έδιωξε ένα σκουπιδάκι απ’ τα μάτια του κι αφέθηκε στις γλυκές αγκαλιές των ανθρώπων του. Των δικών του, αγαπημένων ανθρώπων…
10/04/2015 Η Ανάσταση θα έλθει
Το Κοινωνικό Παντοπωλείο της πόλης άνοιγε για τους δικαιούχους γύρω στις εφτά το πρωί. Αρκετά νωρίτερα οι εθελοντές βρίσκονταν στις θέσεις τους προκειμένου να κάνουν τις τελευταίες ετοιμασίες και να υποδεχθούν τους ανέργους. Δεν ήθελαν να καθυστερούν, αφού κι ο κόσμος ήταν πολύς, ενώ αρκετοί απ’ τους εθελοντές είχαν στη συνέχεια άλλες υποχρεώσεις – επαγγελματικές ή οικογενειακές.
Ο Νικόλας βρέθηκε στο χώρο, όπως το συνήθιζε, απ’ τους πρώτους. Εθελοντής από τις πρώτες στιγμές λειτουργίας του παντοπωλείου, πρωταγωνιστής σε πολλές εκδηλώσεις συλλογής τροφίμων και χρημάτων, ένιωθε κοινωνική ευθύνη για όλους αυτούς που βρέθηκαν χωρίς δουλειά, χωρίς στήριγμα, να βολοδέρνουν με τα κύματα. Πόσες φορές, επηρεασμένος από τα πρόσωπα που έβλεπε στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε να βρισκόταν ο ίδιος στη θέση τους. Και τι θα γινόταν με τις σπουδές των παιδιών του; Πώς θα τα ‘βγαζε πέρα με τις δόσεις του σπιτιού, με τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας, με τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις; Πώς, στ’ αλήθεια τα φέρνουν βόλτα όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς νιώθει ένας οικογενειάρχης που από βασιλιάς έγινε ένας ταπεινός υπήκοος;
Μεγάλη Πέμπτη πρωί κι ο Νικόλας στοίβαζε τα τελευταία πακέτα τροφίμων. Μόλις προηγουμένως είχε βάλει σε φακέλους τα κουπόνια για το κρέας και τα αρτοποιήματα. Η προσπάθεια όλων τις προηγούμενες μέρες είχε δώσει καλά αποτελέσματα καθώς το στοίχημα ήταν να μην αφήσουν καμιά από τις δικαιούχες οικογένειες χωρίς κρέας στο πασχαλινό τραπέζι, χωρίς την πατροπαράδοτη φλαούνα, τα τσουρέκια, τα κοκκινισμένα αυγά. Η ανταπόκριση του κόσμου εξακολουθούσε να ήταν συγκινητική παρόλο που τελευταίως εμφανίστηκε κι ένα είδος κόπωσης, αφού η κατάσταση δεν έδειχνε να βελτιώνεται στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων κι η τόσο πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας δεν έλεγε να μετουσιωθεί σε πράξη. Βεβαίως, οι αριθμοί της οικονομίας άρχισαν να ευημερούν, αλλά λίγο η έλλειψη εμπιστοσύνης στις αγορές λίγο ο λαϊκισμός των πολιτικών αλλά και το γενικότερο κούμπωμα από τις συνεχείς αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων των προηγούμενων ετών, των ετών της βουλιμίας και της αρπαχτής, δεν άφηναν τον τόπο να επανεύρει ένα ρυθμό ανάπτυξης.
Λίγο μετά τις εφτά κι είχε γίνει το αδιαχώρητο έξω απ’ το παλιό κτίριο που χρησιμοποιούσε ο δήμος για τις ανάγκες του κοινωνικού Παντοπωλείου. Άντρες και γυναίκες, νέοι, μεσόκοποι και ακόμη πιο μεγάλοι σε ηλικία περίμεναν υπομονετικά. Έβλεπες στα πρόσωπά τους τη θλίψη, την απόγνωση, την ντροπή, την αίσθηση του άβολου γι’ αυτό που ζούσαν. Ποιος ξέρει τι σκέφτονταν εκείνες τις στιγμές της αναμονής; Ευγνωμοσύνη για την αλληλεγγύη που έδειχναν συμπολίτες τους; Αηδία για την ανέχεια που τους έριξαν οι αχόρταγες πολιτικές τραπεζιτών και οι πολιτικές ανικανότητας και αναβλητικότητας εκείνων που όφειλαν να προστατεύσουν αυτό το λαό; Θυμό για το δικό τους τρόπο ζωής; Τα δάνεια, τα ταξίδια, τια ακριβές αγορές, την υπερκατανάλωση; Ποιος να ξέρει… τόσοι άνθρωποι, τόσες πολλές και διαφορετικές ιστορίες!
Εκείνη η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η πιο κουραστική μέρα που θυμόταν στο Κοινωνικό Παντοπωλείο. Κόσμος που έπαιρνε το πακέτο του, τα κουπόνια που του αναλογούσαν κι έλεγε «ευχαριστώ» άλλοτε με το στόμα κι άλλοτε με τα μάτια και την έκφραση του προσώπου. Κι άλλοι που φωνασκούσαν και ζητούσαν κάτι περισσότερο προτάσσοντας τις αυξημένες ανάγκες της οικογένειάς τους.
Εγκατέλειψε το χώρο σχεδόν μεσημέρι. Το βράδυ θα πήγαινε εκκλησία. Ήταν το αποκορύφωμα του Θείου δράματος. Η δίκη του Χριστού, η καταδίκη, ο δρόμος για το Γολγοθά, η σταύρωση… Αυτό το δράμα το ζούσε με ένταση από τότε που μικρό παιδί πήγαινε στην εκκλησία του χωριού του και ντυμένος παπαδάκι συμμετείχε σ’ όλο το τελετουργικό. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου …», και στο μυαλό του έρχονταν τα θλιμμένα βλέμματα των ανθρώπων στην εκκλησία, τα κλαμένα μάτια των γυναικών, η συγκίνηση στη φωνή του ταπεινού ιερέα της κοινότητας. Ήξερε όμως πως δυο μέρες μετά θ’ άκουε δυο φορές, μια το πρωί του Σαββάτου κι άλλη μια τα μεσάνυχτα, το χαρμόσυνο νέο της Θείας Ανάστασης.
Όλο αυτό το διάστημα στο Κοινωνικό Παντοπωλείο ένιωθε ότι ζούσε, σαν θεατής και πάλι, όπως και στην εκκλησία, το ανθρώπινο δράμα των ανέργων. Μόνο που ούτε πέρσι ήλθε γι’ αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης στην καθημερινότητά τους ούτε και φέτος θα έλθει. Η δική τους ανάβαση στο Γολγοθά έχει συνέχεια. Δεν κορυφώθηκε, δεν έφτασε η μέρα της λύτρωσης. Αλλά το ξέρει, το νιώθει βαθιά μέσα του, πως χαράζει το φως και γι’ αυτούς. Θα δουν τον ήλιο να βγαίνει φωτοδότης και ζωοδότης και γι’ αυτούς και θα φτάσει και κοντά τους το λυτρωτικό μήνυμα της Ανάστασης.
28/02/2015 Καταρρέω!
Το αποχετευτικό της Πάφου όζει. Η ομοσπονδία παραπληγικών ύποπτη για ατασθαλίες, σύμφωνα με έλεγχο του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού. Οι αγελαδοτρόφοι ένοχοι για καρτέλ και χειραγώγηση τιμών, πληρώνουν βαρύ πρόστιμο. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών ελέγχουν πλήρως τις τιμές των καυσίμων. Οι πρώτοι κατηγορούμενοι για το σκάνδαλο της χρεωκοπίας της κυπριακής οικονομίας παίρνουν το δρόμο των δικαστηρίων. Στα συμβόλαια ενοικίων δημόσιων κτιρίων αποκαλύπτονται όργια απάτης. Άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά στον επικερδέστερο ημικρατικό οργανισμό του τόπου δικάζονται για μίζες και ατασθαλίες. Το κυπριακό ποδόσφαιρο καλυμμένο με οχετούς μπόχας. Αθλητικές ομοσπονδίες παραπλανούν το Υπουργείο Άμυνας για τους δικαιούχους υπηρεσιακών σημειωμάτων για έξοδο φαντάρων. Αυτός ο τόπος όπου τον αγγίξεις σε πονά, γιατί όπου σκαλίσεις έστω και λίγο ανακαλύπτεις ότι βρωμά. Ένα νησί, ένας απέραντος στάβλος του Αυγεία!
Η κατάρρευση του τόπου είναι καθολική. Σχεδόν τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Οι τελευταίες πινελιές αντίστασης είναι πλέον σε ατομικό επίπεδο. Η συλλογική ευθύνη, το κοινοτικό πνεύμα, η εθνική αντίδραση απουσιάζουν. Κανένας δεν εμπιστεύεται κανένα. Κι όποιος το κάνει έρχεται η στιγμή που απογοητεύεται οικτρά. Καθώς το ατομικό συμφέρον, η καταδολίευση του δημόσιου πλούτου, η παρείσφρηση και το ρίζωμα στο μυαλό μας της ανάγκης απόκτησης δύναμης μέσω του χρήματος ή χρήματος μέσω της δύναμης οδηγεί τα βήματά μας. Και γινόμαστε από άνθρωποι απάνθρωποι. Κι από άτομα με λογική σε άλογα όντα. Σαν μια Κίρκη να κρατούσε ένα μαγικό ραβδί και με τ’ άγγιγμά της μετάτρεψε με μιας τόσους πολλούς σε εγωπαθείς και μετρ της εξαπάτησης. Δυστυχώς, η κατάσταση κοινωνικής ανωμαλίας και η ασυδοσία σ’ όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου κατάντησε να εδραιωθεί ως αυτονόητο «κεκτημένο» και ως τέτοιο έγινε μέρος της ζωής και της συλλογικής μας κουλτούρας.
Γεμίσαμε εντιμότατους κύριους. Από ανθρώπους με αυτοπεποίθηση, δυναμισμό και κύρος που απορρέει από τη μορφή εξουσίας που κατέχουν, τη μάρκα αυτοκινήτου που οδηγούν, τα γυμναστήρια που επισκέπτονται, τα εστιατόρια που συχνάζουν, τις δωρεές που κάνουν με εμφανή τρόπο για να θαυμάζονται, απ’ τα ταξίδια που πηγαίνουν κι απ’ τα ψώνια που κάνουν. Εντιμότατοι κύριοι υπεράνω υποψίας. Που ξαφνικά από μισθωτοί βρέθηκαν με εκατομμύρια στους προσωπικούς τους λογαριασμούς, με πολυκατοικίες στο εξωτερικό, με πολυβάλβιδα αυτοκίνητα και με έκλυτη βιωτή δυσθεόρατου οικονομικού κόστους.
Κι η κατάρρευση του τόπου δεν μένει ως εδώ. Ο εφιάλτης της κοινωνικής μας διάλυσης συνεχίζεται και επεκτείνεται. Ακόμη και φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι της καθημερινής βιοπάλης συναγωνίζονται τα μεγάλα ψάρια με τον δικό τους τρόπο. Με την προσαρμογή τους στη νέα τάξη πραγμάτων, την προσπάθειά τους να γλείψουν τους «εντιμότατους» και να γίνουν υποτακτικοί τους, με την αέναη προσπάθειά τους να ξεγελάσουν, να εξαπατήσουν, να ικανοποιήσουν το θυμικό τους γιατί κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν απ’ τον τροχονόμο, να αισχροκερδήσουν μερικά ευρώ στο ζύγισμα των ζαρζαβατικών, να εξοικονομήσουν πενταροδεκάρες μειώνοντας την ποιότητα της προσφερόμενης εργασίας τους, να τεμπελιάσουν μερικά λεπτά χρεώνοντας όμως το μεροκάματο, να απολύσουν τον επί είκοσι χρόνια υπάλληλο ελέω … κρίσης αλλά την επομένη να του προτείνουν επαναπρόσληψη με συμβόλαιο εργασίας στο ένα πέμπτο του πρότερου μισθού, να εισπράξουν λεφτά και μετά να κάνουν την πάπια, να χρησιμοποιήσουν με δολιότητα εισοδήματα της μικρής τους εταιρείας εξασφαλίζοντας προσωπική περιουσία – έστω και μικρή – ξεγελώντας τον καημένο το συνέταιρο – έστω κι αν είναι εξ αίματος συγγενής, να δηλητηριάζουν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων – ακόμη και αδελφιών – με συνεχή ψεύδη προκειμένου να καλύψουν τις δικές τους μπαμπεσιές! Μικρά καθημερινά απατεωνάκια και απατεωνίσκοι σε κάθε γωνιά, σε κάθε σπίτι, σε κάθε συναλλαγή της ζωής μας.
Καταρρέω, καταρρέεις, καταρρέουμε! H αίσθηση ντροπής χάθηκε. Απονομή δικαιοσύνης δεν υπάρχει ή εκεί και όπου ενεργοποιείται απονέμεται επιλεκτικά. Η «αιδώς και η δίκη» αγνοούνται. Μαζί αγνοείται και η συγκρότηση της κοινωνίας της επικοινωνίας και του κοινοτικού πνεύματος. Όταν ο Δίας ρωτήθηκε απ’ τον Ερμή σε ποιους να διαμοιράσει την αιδώ και τη δικαιοσύνη, ο πατέρας των Θεών, κατά τον Πρωταγόρα ήταν κάθετος: «Σε όλους και όλοι να ‘χουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ΄ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης». Δεν θα υπήρχαν πόλεις, λοιπόν, αν η αιδώς και η δίκη δεν ήταν κτήμα όλων. Άραγε τι πόλη, τι κράτος αφήκαμε να λειτουργεί έτσι όπως η κατάρρευση κάθε ίχνους ντροπής και δικαιοσύνης έγινε το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου βίου μας; Πώς αφέθηκαν τόσοι πολλοί να μολύνουν τον τόπο ως αρρώστια ανίατη και ως επιδημία που κανείς δεν βρίσκει τον τρόπο να αναχαιτίσει; Θεέ μου, δώσε μας πίσω την αιδώ και τη δίκη, είναι ίσως τα σημαντικότερα αγαθά που επείγει ν’ αποκτήσουμε.
18/01/2015 Boxing Day και το Mayday του κυπριακού ποδοσφαίρου
Συναντήθηκε με τη γνωστή παρέα για κουβέντα, λίγο κρασί ή μπίρα και φυσικά την αγαπημένη τους ενασχόληση. Ποδόσφαιρο! Επομένη των Χριστουγέννων ήτανε και στην Αγγλία όλοι ασχολούνταν με τα τοπικά ντέρμπι του πρωταθλήματος. Κι οι τέσσερις φίλοι βρέθηκαν στο αγαπημένο τους στέκι ν’ απολαύσουν μπάλα με γνωστές, αγαπημένες ομάδες, έστω και βρετανικές! Εξάλλου, με το αγγλικό ποδόσφαιρο γέμιζαν τα βράδια τους κάθε Πέμπτη σαν ήτανε παιδιά – δεκαετίες πριν!- και περίμεναν πώς και πώς να παρακολουθήσουν στο ΡΙΚ στιγμιότυπα από αληθινό ποδόσφαιρο.
Ήτανε μια ξεχωριστή ποδοσφαιρική μέρα για τους φλεγματικούς Εγγλέζους, η λεγόμενη boxing day, όπου έβλεπες οικογένειες ολόκληρες ντυμένες στα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας να πηγαίνουν στο γήπεδο.
Ο ίδιος είχε γνωρίσει την ατμόσφαιρα των αγγλικών γηπέδων, τότε που ζούσε στο Λονδίνο δουλεύοντας σε παράρτημα τράπεζας. Κι είχε νιώσει τον παλμό του κόσμου τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων. Ένα πανηγύρι ήτανε. Χρώματα, φωνές, χαρούμενα πρόσωπα, άφθονη μπίρα, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός, ζητωκραυγές, εναλλαγή συναισθημάτων… Απ’ όλα είχε ο μπαξές. Στα πέντε χρόνια που έζησε εκεί κατάλαβε πολύ καλά πόσο όμορφο άθλημα είναι το ποδόσφαιρο, όταν παίζεται με όρους παιχνιδιού και όχι με τους όρους της απάτης και της λαμογιάς.
Οι φίλοι βρίσκονταν ήδη στο γνωστό τους στέκι. Ευχές για «χρόνια πολλά», πειράγματα, γέλια, παραγγελίες για τα ποτά και τα τσιμπήματα, προβλέψεις για τα ματς που θα παρακολουθούσαν …
Στην εξέλιξη των παιχνιδιών είδαν πράματα και θάματα. Φαβορί να κατακρημνίζονται, θεαματικές εναλλαγές στα σκορ, απίστευτα γκολ, κόσμο εκστασιασμένο να πανηγυρίζει, να απογοητεύεται, να χαίρεται, να χειροκροτά. Διαιτητές που κανείς δεν ασχολείτο μαζί τους αλλ’ ούτε κι οι ίδιοι έδιναν δικαιώματα για μεμψιμοιρίες. Ένα φεστιβάλ ποδοσφαιρικής πανδαισίας σε κάθε γήπεδο, σε κάθε εξέδρα…
Μοιραία, το θέαμα που παρακολουθούσαν τους έδωσε την αφορμή για συγκρίσεις, αναλύσεις και συμπεράσματα. Για τα δικά μας γήπεδα, τη δική μας νοοτροπία, το δικό μας ποδόσφαιρο. Τους δικούς μας πρωταγωνιστές των γηπέδων που δεν είναι άλλοι παρά οι διαιτητές αλλά και γραφικοί, ματσωμένοι, άξεστοι παράγοντες, εραστές του τζόγου σε κάποιες περιπτώσεις ή βασιλιάδες της νύχτας σε άλλες. Το δικό μας ποδοσφαιρικό επίπεδο με τις συνεχείς καθυστερήσεις σ’ έναν αγώνα, με το μέτριο θέαμα, με τις άδειες ή μισοάδειες κερκίδες, τις συνεχείς διακοπές ελέω καπνογόνων και άλλων αντικειμένων από τις κερκίδες. Ένα ποδόσφαιρο σε πλήρη αποσύνθεση, απαξιωμένο από κάθε σοβαρό άνθρωπο, πιστό αντίγραφο της ίδιας της παραπαίουσας κυπριακής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που μοιάζει με σκισμένη αφίσα. Με πρωταγωνιστές τη γενιά του πολέμου, μια γενιά που έπαθε αλλά δεν έμαθε. Πούλησε την ίδια την ψυχή της στο χρήμα και έβαλε τα όνειρα των παιδιών της υποθήκη. Που έστησε ένα σαθρό οικονομικό οικοδόμημα και καταλήστευσε τους ανυποψίαστους και αθώους βιοπαλαιστές. Ένα οικοδόμημα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ούτε στην πολιτική ούτε στην κοινωνική ζωή. Που διάβρωσε συνειδήσεις, που εξαγόρασε ιδεολογίες.
Αυτά επικράτησαν στις συζητήσεις ανάμεσα στους φίλους γιορτάρα μέρα. Μια μέρα που ξεκίνησε με τόση χαρά και τόσο ενθουσιασμό, καθώς παρακολουθούσαν τους συναρπαστικούς αγώνες της boxing day αλλά που εξελίχθηκε σε χαρμολύπη, καθώς η συνειδητοποίηση του πώς λειτουργούν τα πράγματα στον τόπο τους, ακόμα και στο ποδόσφαιρο, τους έκανε να νιώσουν ένα τσίμπημα στο μέρος της καρδιάς: λύπης αλλά και ζήλιας καθώς οι ίδιοι δεν έβλεπαν πώς θα μπορούσε να ζήσουν οικογενειακές στιγμές χαράς και ξεγνασιάς σ’ ένα κυπριακό γήπεδο. Αλλά και σε τι γήπεδο θα μπορούσε μια οικογένεια να περάσει ευχάριστα ένα απόγευμα; Στα γήπεδα με τις κερκίδες της ντροπής; Με τις τουαλέτες που αηδίαζες και να τις πλησιάσεις; Με τις ανύπαρκτες καφετέριες; Με την ακρίβεια στις καντίνες; Με την έλλειψη και του πιο στοιχειώδους ίχνους σεβασμού στο θεατή-πελάτη;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ούτε που πρόσεξαν πως το σκορ στο τοπικό λονδρέζικο ντέρμπι που παρακολουθούσαν είχε φτάσει στο εκπληκτικό 5-3! Συνέχισαν την πάρλα, κατέβασαν από ένα ακόμη ποτήρι – άλλοι μπίρα κι άλλοι κρασί – και χώρισαν για να επιστρέψουν στο τσαρδί τους. Επόμενο ραντεβού τους σε τρεις μέρες για να ζήσουν και πάλι ποδοσφαιρικές στιγμές μαγείας. Αυτές που η δική τους ποδοσφαιρική ομοσπονδία αποτυγχάνει παταγωδώς να τους προσφέρει…
23/12/2014 Kόλακες και κριτικοί …
Είναι προτιμότερο να βρεθεί κανένας ανάμεσα σε κόρακες, παρά σε κόλακες, γιατί οι πρώτοι καταστρέφουν το σώμα του πεθαμένου, ενώ οι δεύτεροι την ψυχή του ζωντανού. - Αντισθένης
Πόσοι όμως αντιλαμβάνονται την πιο πάνω σοφή ρήση; Πόσοι από εκείνους που έχουν γύρω τους μια αυλή κολάκων, άτομα χωρίς ηθικούς φραγμούς, συχνά με προσωπικές ατζέντες κατανοούν την παγίδα στην οποία εγκλωβίζουν τη σκέψη τους, τις ενέργειές τους, τις αποφάσεις τους; Είναι σε θέση να ξεχωρίζουν πως η κολακεία είναι η δύναμη των μικρών και κενόδοξων και την ίδια ώρα η αδυναμία όσων αφήνονται στα πλάνα χέρια της;
Η παθογένεια πολλών πολιτικών προσώπων, δημοτικών αρχόντων και ανθρώπων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασκούν μια μορφή εξουσίας – πολιτική, εκκλησιαστική, διοικητική, στρατιωτική κλπ – είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν στην καλοπροαίρετη κριτική και τον έλεγχο. Ζώντας με τη συνήθεια της κολακείας σ’ ένα περιβάλλον συνεχούς προστασίας απ’ τους αυτοανακηρυσσόμενους συμβούλους και συνεργάτες τους δεν μπορούν να αποδεχτούν πως είναι δυνατό να δέχονται έλεγχο και κρίσεις για αποφάσεις και πράξεις τους. Δείγμα κι αυτό της αδυναμίας τους να ξεχωρίζουν εκείνους που πραγματικά καταθέτουν το γνήσιο ενδιαφέρον τους και την αγωνία τους να πάρουν τα πράγματα μπροστά από εκείνους που απλώς έμαθαν μόνο να χειροκροτούν για να φαίνονται αρεστοί. Που έστω κι αν ο βασιλιάς είναι γυμνός εκείνοι εξακολουθούν να παινεύουν τα όμορφα ρούχα του! Αδυναμία που δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν πως ο ψεύτικος έπαινος είναι επιζήμιος, ενώ ο δίκαιος έλεγχος είναι το λιπαντικό που θεριεύει τη μηχανή και την προωθεί σε απρόσκοπτη κίνηση.
Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικοί φίλοι αποφεύγουν τον συχνό και άσκοπο έλεγχο από τη μια, ενώ από την άλλη δεν φείδονται κριτικών και δίκαιων ελέγχων σε κάθε τι πραγματικά στραβό και ανάποδο. Γιατί ακριβώς ξέρουν πως μόνο με διακριτική κριτική, επενδυμένη με την πραγματική αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον θα κινητοποιήσουν τους φίλους τους στο δρόμο των σωστών και σοφών αποφάσεων. Γνωρίζουν, οι σωστοί φίλοι, τα λόγια-χρυσάφι του Αμερικανού πολιτικού Φρανκ Κλαρκ, πως «Η κριτική, όπως η βροχή, πρέπει να είναι αρκετά ευγενική για να βοηθήσει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου και όχι να καταστρέψει τις ρίζες του». Μακάρι αυτά τα λόγια να τα γνώριζαν ή αν τα γνώριζαν μακάρι να τα πίστευαν οι αποδεχόμενοι τους άκριτους επαίνους και τα διαρκή χειροκροτήματα των αυλοκολάκων. Τότε θα ήταν σε θέση να διαγνώσουν όλους όσους τους περιτριγυρίζουν και αντλούν συνεχώς από τη δύναμη εξουσίας ή χρήματος που έχουν. Θα ‘ταν τότε σε θέση να μπουν στο νόημα των σοφών λόγων του κυνικού φιλόσοφου Διογένη που όταν ρωτήθηκε ποιο από τα άγρια θηρία δαγκώνει πιο άσχημα είπε: Από τα άγρια ο συκοφάντης και από τα ήμερα ο κόλακας.
Στις μέρες μας δεν είναι λίγες οι φορές που η αδυναμία ανθρώπων που κατέχουν αξιώματα – αλλά σε έναν τόπο που ευδοκιμεί η μετριοκρατία είναι συχνά κάτοχοι τέτοιων θώκων – περιβάλλονται από σαλιγκάρια και ανθρωπάκια δίχως ειδικό βάρος μεν αλλά με γλωσσικό βάρος και μέγεθος δε! Και κολακεύονται και νιώθουν μια γλυκιά ηδονή στ’ αυτιά σαν ακούνε απ’ τα στόματα των αυλικών τους λόγια θαυμασμού και προτροπές για συνέχιση της πορείας που ακολουθούν, έστω και αν αυτή η πορεία είναι αδιέξοδη. Και το πιο τραγικό; Οι αξιωματούχοι αυτοί αδυνατούν να διακρίνουν εκείνους που πραγματικά γνοιάζονται και πονούν και αγωνιούν να βοηθήσουν, να καταθέσουν τεκμηριωμένο λόγο, να αρθρώσουν αντίλογο με επιχειρήματα. Και γίνονται στόχος αρνητικών σχολίων και χλεύης και οδηγούνται στην απομόνωση, αφού προς τούτο φροντίζουν ιδιαιτέρως οι αυλοκόλακες, που βλέπουν στα άτομα της ανιδιοτέλειας και της καθάριας σκέψης τον εχθρό που πρέπει να συντρίψουν. Γιατί, όπως είπε κι ο Ναπολέων Βοναπάρτης «Οι επιδέξιοι κόλακες συνήθως είναι όχι και λιγότερο επιδέξιοι συκοφάντες».
Και το ακόμη πιο τραγικό; Οι δεχόμενοι τις κολακείες και τις θωπείες των γύρω τους καταλήγουν εγωπαθείς κι ο εγωισμός τους αποδεικνύεται πλέον ο μεγαλύτερος και πιο επιζήμιος κόλακας. Γιατί κανένας δεν μπορεί να κολακεύσει πιο επιδέξια, δυνατά και ανεξίτηλα όσο ο εγωισμός κάποιου. Ο εγωισμός μετατρέπεται εκείνον που τον έχει σε άτομο που αδυνατεί να κάνει αυτοκριτική, αδυνατεί να διακρίνει την ομίχλη στο δρόμο που ακολουθεί ή τον ύφαλο στην πορεία του καραβιού της ζωής του ή της υπηρεσίας που οδηγεί. Σε έναν τυφλό εγωπαθή που ζει σε μια ψευδαίσθηση. Και που απότομα ξυπνά σαν τα φώτα της εξουσίας, του θώκου, της όποιας ισχύος σβήσουν, οπόταν και τα ξωτικά της κολακείας αποσύρονται για ν’ αναζητήσουν σωσίβιο συνέχισης της ροής των σιελογόνων αδένων τους στο επόμενο αδύναμο θύμα της εξουσίας.
15/12/2014 Ένα μάθημα απ’ τον Χαλίτ…
Η νιόφερτη διευθύντρια μέρες, βδομάδες τώρα προσπαθούσε να διαγνώσει τις πραγματικές ανάγκες και προβλήματα των μαθητών της. Σ’ ένα σχολείο με περισσότερα από διακόσια παιδιά προερχόμενα από είκοσι διαφορετικές χώρες, ένα πολυπολιτισμικό σμάρι χελιδονάκια, όλα γελαστά και αθώα αλλά από διαφορετικά οικογενειακά και οικονομικά περιβάλλοντα.
Η οικονομική κρίση που βίωνε ο τόπος τα τελευταία χρόνια έριξε πολλές οικογένειες στη φτώχεια. Αλλά και η έλευση στον τόπο πολλών οικονομικών μεταναστών, αλλά και πολιτικών προσφύγων, έφερε κι άλλη οικονομική μιζέρια να φωλιάσει σε καινούριες οικογένειες που σαν κυνηγημένες βρέθηκαν σ’ έναν ξένο τόπο προσπαθώντας να κερδίσουν την επιβίωσή τους. Μια ανέχεια που δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις αντανακλούσε στην καθημερινότητα και τη σχολική ζωή των παιδιών. Ήταν για να θαυμάζει κανείς την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζαν τόσοι άνθρωποι τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Τον αγώνα τους να μη φανεί μέσω του παιδιού τους η οποιαδήποτε αρνητική αλλαγή στην κατάστασή τους.
Μα ήταν και φορές που – κυρίως – κάποιες μητέρες δεν άντεχαν και ξεσπούσαν στο γραφείο της διευθύντριας με λυγμούς σαν έφταναν στο σημείο να της πουν πως δεν έστειλαν το παιδί τους σχολείο την περασμένη βδομάδα, γιατί δεν είχαν λεφτά για βενζίνη ή γιατί το παιδί δεν ένιωθε καλά που δεν μπορούσε να πληρώσει το αντίτιμο για τη σχολική εκδρομή. Αυτά τα μικρά καθημερινά ανθρώπινα δράματα την προβλημάτιζαν, ακουμπούσαν και την τελευταία ανθρώπινη χορδή της έτσι κι αλλιώς ευαίσθητης ψυχής της.
Για όλα τούτα μίλησε ξανά και ξανά με τους συναδέλφους της στο σχολείο κι όλοι μαζί έδωσαν ιδιαίτερη σημασία να παρακολουθούν διακριτικά κάθε παιδί, πώς άλλαζε η συμπεριφορά του, πώς αντιδρούσε τα διαλείμματα, αν πήγαινε ποτέ στο κυλικείο ή όχι, αν έφερνε ή όχι φαγητό απ’ το σπίτι … Και κάπως έτσι, αλλά και με τη συχνή επικοινωνία με τους γονείς, φρόντισε να ‘χει πλέον μια καθαρή εικόνα για τις πραγματικότητες των παιδιών και τις ανάγκες τους.
Τώρα πια ο αγώνας της επικεντρωνόταν στο πώς θα βοηθούσε όλα αυτά τα παιδιά, πώς θα τα στήριζε για να κάνει όσο πιο ανώδυνη γινόταν την κρίση για τα ίδια και την ομαλή παιδική τους ζωή. Φιλανθρωπικές οργανώσεις Σύνδεσμος Γονέων, Εκκλησιαστική Επιτροπή, επιχειρήσεις στην κοινότητα και άτομα με κάποια οικονομική επιφάνεια τα έκανε φύλλο και φτερό. Επισκέψεις, τηλεφωνήματα, επιστολές… Εκδηλώσεις στο σχολείο και έξω από αυτό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, παιχνιδιών, τροφίμων … Μέσα από ένα δίχτυο ανθρώπων και εκδηλώσεων μπόρεσε να δώσει χαρά και ανακούφιση σε δεκάδες παιδιά και οικογένειες του σχολείου της. Πώς θα μπορούσε να λογιέται δασκάλα και άνθρωπος, αν αγνοούσε αυτό τον κοινωνικό ρόλο και ασχολείτο αποκλειστικά με το διδακτικό έργο του σχολείου; Και πώς θα υλοποιούσε τους υψηλότερους σκοπούς του σχολείου αν δε δίδασκε με το παράδειγμά της, με τις ευαισθησίες της, με το ενδιαφέρον της; Το σπουδαιότερο σ’ αυτό τον αγώνα ήταν η ευαισθητοποίηση τόσων και τόσων ανθρώπων. Τα ευγενικά αισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια. Ο κρυμμένος θησαυρός που είχαν πολλοί άνθρωποι γύρω της – γνωστοί και άγνωστοι – βρήκε την ευκαιρία να λάμψει. Και μέσα από τη λάμψη του να δώσει χαρά και ελπίδα στα παιδιά που τα ίδια είναι η ελπίδα για το αύριο του τόπου μας.
Ένα παιδί, πολιτικός πρόσφυγας, με μεγάλα μαύρα μάτια στην Πέμπτη τάξη της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Με την ταπεινότητά του, την ευγένεια και την ντροπαλότητά του κάθε φορά που κάποιο δώρο του πρόσφερε από τα όσα μάζευε για τους άπορους του σχολείου. Η Σύρια μητέρα του ερχόταν συχνά στο σχολείο και με δάκρυα στα μάτια την ευχαριστούσε και για το πιο μικρό χάρισμα που της έδιναν. Ο πατέρας πέρασε μια μέρα για να προσφερθεί όποτε χρειαστεί το σχολείο μικροδουλειές – μπογιατίσματα, ξεβοτάνισμα – σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να αποτινάξει απ’ τους ώμους του τη βαριά υποχρέωση που ένιωθε. Ποιος να ξέρει τι ζωή έκανε σε καιρούς ειρηνικούς στη χώρα του; Κάτω από ποια όνειρα έκανε γάμο και οικογένεια; Πώς προγραμμάτιζε το μέλλον των παιδιών του; Και πώς ήλθαν όλα τούμπα σαν μίλησαν τα όπλα αντί η λογική; Σαν οι άνθρωποι θυμήθηκαν το κτήνος που ζει μέσα τους και το άφησαν να πνίξει κάθε ευαισθησία και κάθε ανθρωπισμό τους. Ποιος ξέρει με πόσα βάσανα και με πόσες εκδουλεύσεις κατάφερε να βρει μια θέση για τον ίδιο και την οικογένειά του σε κάποιο σαπιοκάραβο προκειμένου να απομακρυνθούν από την κόλαση του πολέμου;
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα η διευθύντρια με τους συναδέλφους της στο σχολείο μοίρασαν δωροκουπόνια, τρόφιμα, παιχνίδια σε πολλά παιδιά και οικογένειες. Το μάτι της πήρε ένα σακάκι που εδώ και δυο μήνες παρέμενε ξεχασμένο και αζήτητο στο σχολείο. ΄Οσο κι αν το έψαξαν δεν βρέθηκε κανένα παιδί να το αναγνωρίζει για δικό του. Κοίταξε το σακάκι, που φαινόταν σχεδόν καινούριο, είδε ξαφνικά τον μικρό απ’ τη Συρία να περνά από μπροστά της κι αμέσως της φάνηκε πως ήταν κομμένο ραμμένο για το μικρό Χαλίτ. Τον κάλεσε να πάει κοντά της, τον έβαλε να φορέσει το σακάκι, του είπε πόσο ωραία φαινόταν πάνω του και του ‘πε να το κρατήσει. Ο μικρός Χαλίτ, την κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του και πριν της ψελλίσει «ευχαριστώ» το ‘χε κιόλας πει με την έκφρασή του.
Την επόμενη μέρα, τελευταία μέρα πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, πρωί πρωί ο Χαλίτ διάβαινε την πόρτα του γραφείου της. Προτάσσοντας το χέρι του έδινε στη διευθύντρια εξήντα ευρώ! Με τα σπασμένα του Ελληνικά τον άκουσε να της λέει:
- Κυρία, αυτά ήταν μέσα στο σακάκι που μου δώσατε χτες. Ο πατέρας είπε ανήκουν σε κάποιο άλλο παιδί, που είχε το σακάκι, και μπορεί να τα έχει ανάγκη. Πάρτε να του τα δώσετε!
Τα δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια της ήταν το επιστέγασμα των όσων συγκινητικών έζησε τους πρώτους τρεις μήνες στο καινούριο της σχολείο. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν τη γέννηση του Χριστού ο μικρός Χαλίτ και η οικογένειά του, οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι πάμφτωχοι, που κανείς δεν ξέρει αν θα είχαν λίγο κρέας για το τραπέζι των παιδιών έφεραν το μήνυμα της Γέννησης πρόωρα στο γραφείο εκείνο της διευθύντριας. Και την έκαναν να νιώσει πως μπορεί κάθε μέρα, μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες, να ζούμε Χριστούγεννα. Γιατί καθημερινά όλο και κάπου γεννιέται ο μικρός Χριστός!
22/11/2014 Ένας άλλος λαός…
Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση, και δη στους καιρούς της ανέχειας, είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.
(Από το λόγο του Οδυσσεά Ελύτη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης κατά την τελετή απονομής σ’ αυτόν του βραβείου νόμπελ λογοτεχνίας το 1979)
«Η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας». Σπουδαίος λόγος από ένα σπουδαίο λογοτέχνη κι Έλληνα. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά ο λόγος αυτός του Ελύτη ακούεται πιο σύγχρονος από ποτέ. Στα χρόνια της ανέχειας, της κάθε είδους κρίσης που βιώνει ο Ελληνισμός, στα δικά μας χέρια εξακολουθεί να βρίσκεται η προοπτική αναγέννησης του τόπου. Από εμάς εξαρτάται η αλλαγή πλεύσης, η συνειδητοποίηση του πολιτισμικού μας πλούτου, η γνώση της ιστορικής μας συνείδησης, η στροφή στην πνευματική διάσταση της ζωής μας.
Μάθαμε να ζούμε με μια επίπλαστη ευμάρεια στηριγμένη σε ξένα δάνεια που τόσο εύκολα διαφημίζονταν παντού και προσφέρονταν υπό μορφή πιστωτικών καρτών, τουριστικών δανείων, στεγαστικών, δανείων απόκτησης αυτοκινήτου, τέλεσης γάμου (χλιδάτου εννοείται πάντα), σπουδαστικών, απόκτησης επίπλων (των πιο ακριβών, εννοείται) κ.ο.κ. Μέσα στον ψεύτικο κόσμο που κτίσαμε γύρω μας χάσαμε τον εαυτό μας, ξεχάσαμε τις ρίζες μας, απωλέσαμε την απλή, αυθεντική ζωή. Στις δεκαετίες που πέρασαν από την τούρκικη εισβολή αφεθήκαμε στη θεοποίηση του πλούτου και επιτρέψαμε την καθολική αλλοτρίωσή μας. Τοξικομανείς της ευμάρειας πλέον επιδοθήκαμε σε έναν άκρατο νεοπλουτισμό και σε μια επιδειξιομανία άνευ προηγουμένου. Η απόκτηση μόνιμης στέγης, προσωπικού μέσου διακίνησης, ρούχων, τσάντων, υποδημάτων αναδείχθηκαν σε στοιχεία καθημερινής επίδειξης. Το ίδιο και τα ταξίδια αναψυχής με ολοένα και νέους προορισμούς να εμπλουτίζουν το μακρύ κατάλογο των επιλογών μας. Ώσπου, ήλθαν οι μέλισσες. Και μας τσίμπησαν αφήνοντάς μας το ενοχλητικό τους κεντρί. Για να μας θυμίζει από πού ξεκινήσαμε και πού οδηγηθήκαμε εν τέλει; Να μας αναμοχλεύει το νου και να οδηγεί τα βήματά μας προς άλλη κατεύθυνση από εκείνη που τέσσερις δεκαετίες τώρα ακολουθούσαμε. Για να εννοήσουμε αυτό που τόσο εύστοχα είπε ο μεγάλος Ελύτης και πάλι. Πως από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος!
Έτσι απλά. Από ένα τίποτα. Από τις λιτές εκείνες νύχτες του καλοκαιριού που ανάβλυζαν καλοσύνη και ανθρώπινη επικοινωνία καθώς μοιραζόμαστε, συγγενείς, φίλοι και συγχωριανοί, το γέλιο στις αυλές των σπιτιών κάτω από τις κληματαριές. Από τα χριστιανικά μας πανηγύρια που μύριζαν τάματα στον άγιο ανάμεικτα με τα ντόπια προϊόντα που πωλούσαν οι μικροπωλητές. Από τους ευωδιαστούς κήπους και τα στενά με το βασιλικό, το δυόσμο και το γιασεμί στην είσοδο της κάθε αυλής. Από τον ήχο της καμπάνας που στο άκουσμά της ξέραμε ποιανού αγίου ήταν η γιορτή ή ποιος συγχωριανός είχε αναχωρήσει από τον κόσμο έτσι καθώς γνωρίζαμε την κατάσταση του καθενός. Από τη χαρά της παρασκευής του κρασιού και της σταφίδας, της παραγωγής του λαδιού και της μαύρης ή της πράσινης ελιάς. Από τη βόλτα στα χωράφια αμέσως μετά τη βροχή για να μαζέψουμε μανιτάρια ή σαλιγκάρια. Από το τρικούβερτο γλέντι στους γάμους ή τους αρραβώνες συγγενών και φίλων. Μέσα από όλα αυτά τα καθημερινά, τα τόσο ανθρώπινα, λιτά και ανέξοδα είχαμε τον παράδεισο στα χέρια μας, στα πόδια μας, στην ποδιά μας. Κι ύστερα;
Κι ύστερα η εισβολή πέρα από την εδαφική μας συρρίκνωση, τους νεκρούς και αγνοούμενούς μας, την ορφάνια και όσα άλλα χάσαμε ανέτρεψε την ίδια τη ζωή μας καθώς διέρρηξε τον κοινωνικό ιστό, διέλυσε το κύτταρο της ίδιας της κοινωνίας που είναι η κοινότητα, έτσι καθώς διαλύθηκαν ολόκληρα χωριά κι οι άνθρωποί τους σκόρπισαν σ’ όλο το υπόλοιπο νησί. Η πίκρα για όσα χάθηκαν κι η απόγνωση έγινε προσπάθεια να κατευνάσουν μέσα από την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία που στη συνέχεια πήρε μορφή χιονοστιβάδας και αναδείχθηκε σε νόημα ζωής. Έτσι, ξεχάσαμε και ξεχαστήκαμε. Παραμερίσαμε κάθε πνευματικό αγώνα, αλλοτριωθήκαμε πολιτισμικά, εξαγοραστήκαμε ιδεολογικά, χειραγωγηθήκαμε πολιτικά.
Ωστόσο, ήλθε η οικονομική κρίση να μας βγάλει από το λήθαργο, να μας υποδείξει την ανάγκη αποτοξίνωσης από το ναρκωτικό του καταναλωτισμού, να ανακαλύψουμε και πάλι τη χαρά της ζωής στα απλά και καθημερινά. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται ένας άλλος εαυτός, ένας άλλος λαός. Που αντιστέκεται στην ισοπέδωση, που σκέπτεται, που επικοινωνεί, που δείχνει αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό, που επαναβρίσκει την αυτογνωσία που έχασε, που γελά, που δημιουργεί, που δείχνει σεβασμό στη φύση και στα ζωντανά της, που αντιδρά σε κάθε ανορθόγραφη συμπεριφορά που εμφανίζεται σ’ αυτή την κοινωνία. Αυτός ο άλλος λαός είναι και η ελπίδα για την αναγέννηση του τόπου…
02/11/2014 Δρυός πεσούσης…
Η άσκηση εξουσίας – είτε μέσω πολιτικής δύναμης είτε οικονομικής επιφάνειας είτε έντονης δημοσιότητας λόγω καλλιτεχνικών ή αθλητικών ή άλλων επιδόσεων – οδηγεί συχνά πολύ κόσμο στο περιβάλλον του κατέχοντα την εξουσία. Είναι ίδιον του ανθρώπου να επιδιώκει να βρίσκεται κοντά σ’ εκείνους που έχουν δύναμη. Έτσι πιστεύουν ότι αντλούν κι εκείνοι από τη δύναμη εξουσίας που κατέχουν οι περί ου ο λόγος ασκούντες εξουσία. Ή ότι μέρος της αίγλης του αστέρα αντανακλά και στους ίδιους.
Ηδονίζονται να μιλούν σε συνάξεις φίλων για κάτι που έκαναν ή είπαν με τον τάδε (αναφέροντάς τον με το μικρό του όνομα) ή να περιγράφουν κάποια έξοδο με τον ή τη δείνα (να και πάλι το μικρό όνομα του πολιτικού, του επιχειρηματία, του καλλιτέχνη). Και βεβαίως δυσκολεύεσαι λίγο να αντιληφθείς πως όταν στην κουβέντα απάνω ρίχνουν το μικρό ή υποκοριστικό όνομα κάποιου εννοούν τον πρόεδρο του κράτους ή ενός κόμματος ή κάποιου βουλευτή, δημάρχου, τραγουδιστή κ.ο.κ. Τους βλέπεις σε συνεντεύξεις – αν πρόκειται για καλλιτέχνες μικρής εμβέλειας – να μιλούν για τη φιλία τους με τον Μάνο και να εκστασιάζονται. Κι εννοούν τον Χατζιδάκι κι είναι αμφίβολο αν αντάλλαξαν με τον μεγάλο μουσουργό μια απλή κουβέντα κάποτε! Η αίγλη όμως του μεγάλου συνθέτη ξέρουν πως δίνει αξία στη δική τους περιορισμένη ή ανύπαρκτη αξία. Με τον ίδιο τρόπο άλλοι αναφέρονται στη στιχομυθία τους που είχαν (;) με κάποιο τέως πρόεδρο ή άλλο ηγέτη που βεβαίως πλέον δεν είναι στη ζωή για να ξέρουμε, αν όντως έγινε μια τέτοια στιχομυθία!
Είναι κάποιοι που έτσι και απευθύνουν ένα «γεια» σ’ έναν πολιτικό ή καλλιτέχνη που έτυχε να τον δουν σε μια συγκέντρωση ή σε μια παράσταση κλπ νομίζουν πως έχουν γίνει και αυτοκόλλητα φιλαράκια. Και κατορθώνουν με το πες και πες κάποια πράγματα να πιστέψουν κι οι ίδιοι όλα όσα λένε. Υπάρχουν βέβαια, ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής, άνθρωποι που όντως πλησιάζουν πολιτικά πρόσωπα. Βρίσκονται συνεχώς στον περίγυρό τους, τους υπηρετούν με θέρμη, τους υποστηρίζουν όπου και όπως μπορούν. Και βεβαίως δεν διστάζουν να ζητούν απ’ αυτούς μικρές εκδουλεύσεις - ενίοτε και μεγαλύτερες. Κάποιες φορές στην προσπάθειά τους να προβάλουν σε συγγενείς και φίλους την σημαντικότητά τους, αφού γνωρίζουν τον αρχηγό του κόμματος ή τον χι βουλευτή ή έχουν την ψι βαρύτητα στο ίδιο το κόμμα ή είναι κολλητοί φίλοι με τον κάποιο δήμαρχο, δεν διστάζουν να ζητούν μικρές εξυπηρετήσεις, όπως λένε εκλεπτυσμένα το ρουσφέτι! Για τους ίδιους η ανταπόκριση του πολιτικού ή του κόμματος που υπηρετούν στις εκδουλεύσεις που θέλουν αποτελεί αυτονόητο «κεκτημένο». Και κάπως έτσι εκμαυλίζεται ανεπαίσθητα ο δημόσιος μας βίος.
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που μετρά είναι η προσκόλληση, σαν βδέλλες, των ανθρώπων αυτών στα άτομα της εξουσίας.
Πολλές φορές βλέποντας συγκεκριμένους ανθρώπους να συνωστίζονται γύρω από έναν πολιτικό διερωτάται - όποιος μπορεί να σκεφθεί ακόμη νηφάλια και χωρίς παρωπίδες – τι σκέφτεται άραγε ο ίδιος ο πολιτικός άνδρας; Το χαίρεται; Κολακεύεται; Νιώθει ότι έτσι εδραιώνεται ή έστω επιβεβαιώνεται η εξουσία του; Πιστεύει πράγματι ότι όλοι αυτοί γύρω του τον αγαπούν και τον θαυμάζουν; Κι αν το πιστεύει γιατί δεν διερωτάται πού ήταν όλοι αυτοί προτού γίνει «κάποιος»; Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκράτηση από ένα πολιτικό πρόσωπο για να μην «ψωνιστεί», να μην τον καταβάλει η αλαζονεία της εξουσίας βλέποντας όλους αυτούς να κάνουν ουρές έξω απ’ το γραφείο του.
Αλλά γιατί να περιορίζουμε τις σκέψεις αυτές σε πολιτικούς; Μήπως δεν βλέπουμε παρόμοια φαινόμενα να συμβαίνουν και στον επαγγελματικό χώρο του καθενός; Δεν υπάρχουν κι εκεί άτομα που συνωστίζονται περί τον κατέχοντα το ύπατο αξίωμα στην ιεραρχία του επαγγελματικού μας χώρου; Οι αυλοκόλακες, οι σφογγοκολλάριοι της εξουσίας δεν «σφάζονται» στα πόδια του διευθυντή ή του προϊσταμένου; Άραγε εκείνοι καταλαβαίνουν πότε τους πλησιάζει κάποιος υφιστάμενός τους και γιατί; Είναι σε θέση να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάχυ; Ή μήπως επιλέγουν να ‘ναι αυτός ο τρόπος άσκησης ηγεσίας στο χώρο προκειμένου να ελέγξουν πράγματα και καταστάσεις και να φέρουν σε πέρας το έργο τους, έστω και αν μετατρέπονται σε απλούς διαχειριστές και αναδεικνύονται βαρναλικές φιγούρες άσκησης της εξουσίας – «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι».
Τι γίνεται όμως όταν ο πολιτικός χάσει την εξουσία του; Όταν ο βουλευτής απολέσει την έδρα του στο κοινοβούλιο κι επιστρέψει στον πρότερο επαγγελματικό του βίο ή βγει στη σύνταξη; Τι γίνεται με τον παλιό προϊστάμενο που πλέον τον συναντάμε στον πρωινό του περίπατο στο πάρκο ή στην παραλία ή τον βλέπουμε πού και πού σε καμιά κοινωνική σύναξη; Τον καλημερίζουμε ή κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε; Πόσες φορές την ημέρα κτυπάει το τηλέφωνό τους; Πόσοι τους θυμούνται στην ονομαστική τους εορτή; Ποιοι τους αναφέρουν όταν κάθονται σε συγγενικές μαζώξεις; Πόσοι εξακολουθούν να μιλούν γι’ αυτούς με θαυμασμό; Όλοι εκείνοι οι θαυμαστές πού βρίσκονται τώρα; Πώς νιώθουν όλοι αυτοί που έχασαν το μέσο που τους έδινε τη δύναμη, όταν δουν τους πρώην κόλακές τους να συμπεριφέρονται με τον ίδιο γλοιώδη τρόπο στους αντικαταστάτες τους στη βουλή, στο κόμμα, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην ιεραρχία του επαγγέλματος; Δεν τους τσούζει μια αηδία; Δεν νιώθουν μια συντριβή του προσωπικού τους εγωισμού; Δεν μέμφονται τον εαυτό τους που δεν κατανόησαν προηγουμένως ή που – ακόμη χειρότερα- ενώ είχαν καταλάβει τι γινόταν γύρω τους καμώνονταν πως δεν έβλεπαν και το απολάμβαναν; Η γνωστή αισώπειος φράση «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» σίγουρα κάτι θα σήμαινε πλέον και για κείνους…
20/09/2014 Στην εποχή του Μεγάλου Αδελφού!
Όταν στα 1949 εκδιδόταν το προφητικό αριστούργημα του Τζορτζ Όργουελ «1984», που το έγραψε σε ένα ερημικό νησί της Σκωτίας, το βιβλίο του αυτό ήταν μια αναφορά στο μέλλον, μια ελεγεία στη χαμένη ελευθερία: πολιτική, συναισθηματική, προσωπική, γλωσσική. Ένα μανιφέστο κατά του ολοκληρωτισμού και του στραγγαλισμού της ανθρώπινης σκέψης.
Πάντα επίκαιρο το βιβλίο του Όργουελ έρχεται στο μυαλό μας με όλα αυτά που ζούμε, που διαβάζουμε, που παρακολουθούμε. Στην πραγματικότητα ο «Μεγάλος Αδελφός» ζει και βασιλεύει. Στο βιβλίο «1984» ο Μεγάλος Αδελφός προσωποποιεί το Κόμμα, που με τη βοήθεια τηλεοθονών παρακολουθεί τα πάντα, πνίγει κάθε μορφή ελευθερίας, συρρικνώνει επικίνδυνα τη γλώσσα έτσι που να μην μπορεί το άτομο να εκφράζεται, ελέγχει πλήρως τις σκέψεις, τα συναισθήματα. Σήμερα ο «μεγάλος Αδελφός» πήρε τη μορφή των ΜΜΕ, των ριάλιτι, του χρήματος, της υπερκατανάλωσης.
Ο άνθρωπος είναι και πάλι χαμένος. Αυτή τη φορά στα δικά του «θέλω», που στην πραγματικότητα είναι η επιβολή του Μεγάλου Αδελφού στον καθένα, αφού μέσα από τα «θέλω» του ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο και αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Η προπαγάνδα- πολιτική, καταναλωτική – είναι το μέσο μέσω του οποίου επιχειρείται – και εν πολλοίς επιτυγχάνεται – η άλωση της σκέψης και των πραγματικών επιθυμιών μας. Ποδηγετείται η συνείδηση, καθοδηγούνται οι πράξεις μας. Κι όποιος τολμά να εναντιώνεται στη νέα τάξη πραγμάτων στην πραγματικότητα περιθωριοποιείται, θεωρείται αντιδραστικός, γραφικός και άλλα υποτιμητικά –ικός.
Η προσαρμογή είναι το σημαντικότερο χάρισμα του σύγχρονου ανθρώπου. Μαζί και η υποταγή και η υπακοή. Τα όνειρα είναι απαγορευμένα κι όσοι κάνουν πρέπει να ‘ναι απόλυτα προσαρμοσμένα στις επιταγές της μαζικής κουλτούρας: καριέρα με μπόλικη χρυσόσκονη, «επιτυχία» και αναγνωρισιμότητα μέσα από την αρχή της ήσσονος προσπάθειας και της συμμετοχής σε ριάλιτι και άλλα τηλεοπτικά show που στηρίζουν την «επιτυχία» τους στα αδηφάγα μάτια των τηλεθεατών και την προβολή κάθε προσωπικής στιγμής και ιδιαίτερης κατάστασης αλλά και ιδιαιτερότητας. Ο Μεγάλος Αδελφός πέτυχε να κάνει όνειρο ζωής την εύκολη ζωή μέσα από «επιτυχίες» με ημερομηνία λήξης. Μετέτρεψε την κοινωνία μας σε έναν αχταρμά που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όρια ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή οδεύοντας η ίδια στην υποδούλωση.
Με πρόσχημα τις διαστάσεις που πήρε η τρομοκρατία στην εποχή μας, αλλά και τα πολλά οικονομικά προβλήματα σε πολλές χώρες – απότοκο των μεθοδεύσεων του Μεγάλου Αδελφού – επιχειρούνται η πλήρης καθυπόταξη του ατόμου. Κάμερες μας παρακολουθούν στους δρόμους, στα αεροδρόμια, στα καταστήματα, όπου συνυπάρχουν άνθρωποι. Οι επικοινωνίες παρακολουθούνται κι αυτές. Κάθε στιγμή. Προσωπικές στιγμές μπορεί να βρεθούν αναρτημένες ανά πάσα στιγμή προς τέρψη των φιλήδονων σέρφερ του διαδικτύου. Και το πιο τραγικό. Ο Μεγάλος Αδελφός είναι πια αγαπητός από πολλούς που οι ίδιοι, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς – τουλάχιστον ακόμα- είναι έτοιμοι να αυτοαναρτηθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αυτοπροβληθούν ως μεγάλοι τραγουδιστές στα ριάλιτι και τα άλλα τηλεπαιχνίδια ή ως κωμικοί ή ως χορευτές ολκής και τώρα και … ως συγγραφείς!
Τι μένει στον άνθρωπο; Πώς μπορεί να εξοστρακίσει το Μεγάλο Αδελφό απ’ τη ζωή του; Είναι σημαντικό να διαφυλάξει πρωτίστως τη σκέψη του, την κριτική του στάση απέναντι στα πράγματα. Και προς τούτο σημαντικό όργανο αποτελεί η γλώσσα μας. Η συρρίκνωση της γλώσσας συνεπάγεται περιορισμό της σκέψης, αδυναμία έκφρασής της και εν τέλει υποταγή. Δεν είναι τυχαίο που στο έργο του Όργουελ δίνει τόση σημασία το καθεστώς στη συρρίκνωση της γλώσσας και στη δημιουργία μιας νέας ομιλίας, πάμφτωχης σε λέξεις, έννοιες, ρήματα… «…ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης. Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς…». Έγκλημα, λοιπόν, η σκέψη. Τα greeklish και όλα τα άλλα που τείνουν να περιορίσουν τη γλωσσική μας έκφραση έχουμε υποχρέωση να μην τα αφήσουμε να αντικαταστήσουν την πλούσια ελληνική μας γλώσσα.
Ο συνεχής βομβαρδισμός από τα ΜΜΕ θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δική μας αντιπρόταση που είναι η λογοτεχνία και γενικά ο πολιτισμός. Τι σπουδαιότερο όπλο μπορούμε να αντιτείνουμε σ’ αυτή τη λαίλαπα της ισοπέδωσης από την ίδια την πολιτιστική μας δημιουργία; Το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η κάθε μορφή λογοτεχνίας, οι εναλλακτικές μορφές τέχνης και έκφρασης είναι εκεί και επιζητούν αναγνώριση και συμμετοχή.
Η ενεργός πολιτότητα, η συμμετοχή σε ό,τι τονίζει τον ανθρωπισμό μας και περιθωριοποιεί τον ωχαδερφισμό, ο εθελοντισμός και η συνεχής εγρήγορσή μας για αντίσταση στον πολιτισμό της ισοπέδωσης και της μαζικής αποχαύνωσης είναι το όπλο μας ενάντια στο Μεγάλο Αδελφό. Το μήνυμα ότι «η ελευθερία μας δεν εκχωρείται» είναι αυτό που πρέπει να πάρουμε και να αγωνιστούμε για
Το «1984» είναι, δυστυχώς, πάντα επίκαιρο. Αλλά και ο δικός μας αγώνας ενάντια σε ό,τι πρεσβεύει ο Μεγάλος Αδελφός θα πρέπει να μην καταλαγιάζει. «Η ελευθερία μας δεν εκχωρείται», μ’ αυτό το σύνθημα έχουμε υποχρέωση να σταθούμε όρθιοι καλλιεργώντας τη γνώση και το ήθος απαλλάσσοντας το βίο μας από τα απόνερα που μας απειλούν με πνιγμό.
11/07/2014 Στο καβούκι μας!
Χρόνια τώρα μάθαμε να ζούμε στο καβούκι της ανοχής και της απάθειας. Της πλήρους αδράνειας και της επιλεγμένης αυτοεξορίας μας από την κοινωνία. Κινούμαστε ανάμεσα στο στρουθοκαμηλισμό και την προσποίηση ότι δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας. Μ’ αυτά και μ’ αυτά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να δρουν οι αφέντες της μοίρας μας και να απεργάζονται τα υποχθόνια σχέδιά τους για προσωπικό πλουτισμό, για άσκηση κάθε μορφής εξουσίας με υπέρτατο στόχο το προσωπικό τους συμφέρον.
Γκρινιάζουμε αναμεταξύ μας λέγοντας τα παράπονά μας για όσους έχουν τη δύναμη να πάρουν το λαό μπροστά αλλά τον κρατούν στη μιζέρια του, για όσους μπορούν να ανορθώσουν την οικονομία αλλά έγιναν ο εφιάλτης της μέσα από τις αποφάσεις τους και κυρίως μέσα από τα σχέδια απομύζησής της, για κείνους που τάχθηκαν ως εκ της θέσης τους να υπηρετήσουν με καθαρό πνεύμα και τιμιότητα τους θεσμούς αλλά τους έχουν καταβαραθρώσει, για όσους αναμέναμε να στηρίξουν τους αδύναμους με ταπεινότητα αλλ’ είτε το κάνουν με προκλητική αυτοπροβολή είτε κλείνουν μάτια και αυτιά στον ανθρώπινο πόνο και την ανέχεια.
Μένουμε όμως στην γκρίνια. Αρνούμαστε πεισματικά να αναμετρηθούμε με όλους αυτούς που οδηγούν τη βιωτή μας σε μια κατ’ επίφαση ελευθερία. Μας φοβίζει η κατά μέτωπο αναμέτρηση με το κατεστημένο, με τους ασκούντες οποιοδήποτε είδος εξουσίας. Θεωρούμε κεκτημένο αυτό που ζούμε και προτιμούμε απλώς να μεμψιμοιρούμε και να ψιθυρίζουμε τα παράπονά μας αφού βεβαιωθούμε ότι δε θα φτάσουν στ’ αυτιά εκείνων που πρέπει, γιατί ακριβώς ο ραγιαδισμός έγινε μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας ως λαός. Εξάλλου, ποτέ ο Κύπριος δεν φημιζόταν για τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Ο αγώνας του ’55 ήταν η εξαίρεση στη μακραίωνη σκλαβιά του τόπου μας – που άλλαξε τόσους και τόσους αφέντες – ίσως για να επιβεβαιώνεται έτσι ο κανόνας που ήθελε το λαό μας να προσαρμόζεται στα λίγα, στα βάσανα, στις στερήσεις.
Είναι φανερό πως η δυσκολότερη μάχη που έχουμε να δώσουμε είναι η αναμέτρηση με τον παλιό εαυτό μας. Να πετάξουμε από πάνω μας την ετικέτα των ευκολόπιστων, των ευπροσάρμοστων στις συνθήκες που οι άλλοι δημιούργησαν για μας και να διεκδικήσουμε επιτέλους όλα όσα μας αξίζουν. Να θέσουμε στο περιθώριο όλους εκείνους που αποτυγχάνουν, που κλέβουν το δημόσιο, που ελέγχουν τα ΜΜΕ και μέσα από κει καθοδηγούν τη σκέψη μας, που κοιμίζουν το λαό με θεάματα την ώρα που οι ίδιοι δρουν ανενόχλητοι αυξάνοντας κατακόρυφα τις καταθέσεις τους ή ενισχύοντας περισσότερο τη μικρή ή μεγάλη εξουσία τους. Να σπάσουμε τις αλυσίδες του ευπροσάρμοστου, του «μη μου τους κύκλους τάραττε», του δειλού και του συνταγμένου με τη μοίρα του. Να ξεπεράσουμε το σύνδρομο του κισμέτ, της μοίρας που «έτσι τα ‘φερε τα πράματα». Τα «πράματα» δεν τα ‘φερε έτσι καμιά μοίρα και κανένα ριζικό. Η δική μας αδράνεια και ο δικός μας ωχαδερφισμός ευθύνονται για τα αδιέξοδά μας. Κι όπως υφάναμε τον ιστό που μας κρατά εγκλωβισμένους έτσι μπορούμε και να τον διαλύσουμε. Όπως επιλέξαμε να μπούμε στο τούνελ που άλλοι κατασκεύασαν για μας και μας ώθησαν εκεί έτσι και μπορούμε να βγούμε έξω στο φως μέσα από μια διαδικασία αφύπνισης και αυτοσυνειδησίας.
01/07/2014 Περί οικονομικής κρίσης και παρακμής
Η έκφραση «περνάμε οικονομική κρίση» έγινε του συρμού στον τόπο μας. Είναι όμως η οικονομική κρίση το μεγαλύτερό μας πρόβλημα; Μήπως μια σειρά από άλλες κρίσεις έφεραν ουσιαστικά τον τόπο στην παρακμή;
Θα ‘χε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να μελετήσουμε την Κύπρο της ανεξαρτησίας του 1960, την Κύπρο της μετά την εισβολή περιόδου, γιατί θα βοηθούσε πολύ να καταλάβουμε το τι συμβαίνει σήμερα.
Δημιουργήσαμε ένα κράτος μέσα από τις θυσίες του λαού μας ποτισμένο με το αίμα των ηρώων της ΕΟΚΑ. Κι αμέσως μετά ξεκίνησε το μεγάλο φαγοπότι. Το βόλεμα κι ο αλληλοσπαραγμός. Τα συμφέροντα του καθενός, όπως αυτά ορίζονταν από τον στενό κύκλο της οικογένειας ή του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος του ατόμου, όπως του χωριού ή των συμφερόντων της ομάδας – κομματικής, ποδοσφαιρικής ή άλλης στην οποίαν ανήκε. Η αποθέωση του ατομοκεντρισμού, η αφροσύνη, ο αλληλοσπαραγμός έφεραν τον τόπο στην καταστροφή του 1974. Κι αμέσως μετά, μέσα από τα αποκαϊδια ξεκίνησε η ανασυγκρότηση. Μια ανασυγκρότηση με κέντρο και πάλι τον εαυτό του καθενός. Το νέο μεγάλο φαγοπότι που στήθηκε είχε όνομα: μίζες, οικιστικές χαλαρώσεις, διόγκωση της κρατικής μηχανής στη βάση κομματικής ταυτότητας, κομματοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, εγκατάλειψη της υπαίθρου στο όνομα της τουριστικής ανάπτυξης, εξαγγελίες για «κράτος υπηρεσιών», «εμπορικών κέντρων», «υπεράκτιων εταιρειών» κι όλα όσα συνέβαλαν σε ένα τραπεζικό σύστημα μαμούθ και σ’ ένα λαό αποχαυνωμένο που ανήγαγε το κυνήγι του εύκολου κέρδους σε στόχο ζωής και την υπερκατανάλωση σε εθνικό σπορ.
Τι μας χαρακτηρίζει ως λαό στις μέρες μας; Μια ξιπασιά, ένας χωρίς όρια καταναλωτισμός, μια επιδειξιομανία, ένας νεόπλουτος αχταρμάς, ένα επαρχιώτικο κόμπλεξ, μια ψευδο – life style ζωή, μια ματαιοδοξία αυτοπροβολής, ένας αμοραλιστικός τρόπος επικράτησης σε κάθε τομέα δραστηριοποίησής μας.
Όλα τούτα δεν είναι απότοκο οικονομικής κρίσης. Είναι συμπτώματα μιας γενικότερης παρακμής που οδηγεί στην οικονομική κρίση, αφού αποτέλεσμα της παρακμής είναι η εγκατάλειψη των πρωτογενών πηγών της οικονομίας, ο εύκολος πλουτισμός μέσα από την εξαπάτηση, ο υπερδανεισμός για να καλυφθούν οι άλογες ανάγκες μας, η φενάκη σε βάρος του δημοσίου και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Η κατάσταση στην υγεία, την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την πολιτική ζωή, το τραπεζικό σύστημα είναι αποτέλεσμα γενικότερης παρακμιακής ζωής που με τη σειρά της έφερε την οικονομική κρίση.
Είναι επομένως η κρίση πρωτίστως κρίση ηθική και προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να στραφούμε. Η κόπωση, η απόσυρση, η παραδοχή χωρίς αντίδραση δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία κι ένα λαό που τελεί υπό πλήρη κατάρρευση. Χρειάζεται αφύπνιση, αντίδραση, αλλαγή πορείας. Με προτεραιότητα πλέον την κοινωνία κι όχι τον μικρόκοσμό μας, όπως τον ορίζουν τα στενά ατομικά μας συμφέροντα. Με επιστροφή σε προτεραιότητες που χαρακτηρίζονται από φιλοπατρία: Το «εμείς» αντί το «εγώ», το σύνολο αντί το άτομο, η ταπεινότητα, η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη… Στοιχεία που κάποτε τα είχαμε και τα υπηρετούσαμε σαν λαός.
25/06/2014 QUO VADIS? Πού πάμε; Αντι-ύμνος στο λαϊκισμό!
Υποψήφιος για τη Βουλή, λέει. Α, ναι, κι αργότερα υποψήφιος και για την Ευρωβουλή. Και «άρχοντας» σε διάφορα τοπικά σχήματα και χώρους. Και πρώτη μούρη στην τοπική κοινωνία. Και όπου γάμος και χαρά η αφεντιά του μέσα. Κάπως έτσι τον βρίσκουμε σε συσκέψεις, προσυσκέψεις, παρασυσκέψεις κι άλλες συνάξεις δίχως ουσιαστικές σκέψεις ή μάλλον με πολλές σκέψεις, εκπεφρασμένες με λόγο άνευ ουσίας.
Η σύγχρονη επιτομή του Κύπριου κενόδοξου πολιτικού. Του λαϊκιστή, του γκρινιάρη, του ομιλούντα με πολλά «αντί» αλλά χωρίς συνθετικό λόγο, δίχως θέση και δίχως λύσεις. Αλλά με πολλές προκλήσεις. Που δημιουργούν σ’ άλλους θαυμασμό κι άλλους τους οδηγούν σε μαρασμό. Τους λίγους σκεπτόμενους ακόμη που θλίβονται, συνθλίβονται κι ενίοτε αφήνονται. Στις δικές τους σκέψεις για το quo vadis αυτού του τόπου.
Με ηγετίσκους τοπικούς που άξαφνα παίρνουν ύψος – και ύφος – και νομίζουν πως αγορεύουν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ή ότι παίρνουν μέρος στη σύναξη ηγετών των G8. Κι ασθμαίνοντας, με το στόμα ανοικτό και τα μάτια γουρλωμένα ένα ακροατήριο εκστασιασμένο για το θάρρος (της γνώμης) και το θράσος (της έκφρασης της τέτοιας γνώμης) της δίχως νόημα, δίχως αρχή και τέλος. Κι ο ίδιος, δοκησίσοφος, ειδικός επί παντός επιστητού να μιλά και να μιλά και να λέει χωρίς ν’ ακούει ποτέ τι του λένε αλλ’ ούτε και ο ίδιος να καταλαβαίνει τι λέει.
Άξαφνα γεμίσαμε με ανθρωπάκια της πολιτικής. Που βόσκουν αρχικά στα τοπικά κανάλια, στις τοπικές φυλλάδες κι αργότερα ανοίγουν πανιά για τις μεγάλες πολιτείες. Κι απορείς και διερωτάσαι. Πώς είναι δυνατό να επιπλέουν πάντα οι φελλοί; Πώς γίνεται η μωροφιλοδοξία να θριαμβεύει; Οι κενοί να εμφανίζονται ειδήμονες; Οι ημιμαθείς, πάντα πιο επικίνδυνοι από τους αμαθείς, να έχουν λόγο (συνήθως άλογο) για το σήμερα και το αύριο εμάς και των παιδιών μας;
Η νήσος της αγάπης και του ονείρου νήσος πλέον της απάτης, των φελλών και των αγύρτων. Το χαζοκούτι και οι ατάκες, τα μεγάλα, κούφια λόγια, η δυσαναγνωσία των λόγων και η ευαναγνωσία της σιωπής, η ματαιοδοξία και η κενοδοξία, η φαυλότητα και η ποταπότητα κυριάρχησαν και επένδυσαν το δημόσιο βίο με μιζέρια και εκχυδαϊσμό. Και μπόλικο λαϊκισμό προς τέρψη και γαργάλισμα των αυτιών.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ανατρέφεται και διογκώνεται και πασκίζει ν’ ανέβει στα ουράνια η τάση του τοπικού άρχοντα να αυτοπροβάλλεται, να χώνει τη μούρη του παντού, να παρουσιάζεται ως ο Ρόμπιν Χουτ των κατατρεγμένων και αδικημένων (πάντα με ανέξοδους, μεγάλους λόγους). Κι όσοι αντιστέκονται ακόμη σ’ έναν τόπο σε ελεύθερη πτώση να θλίβονται και ν’ απορούν. Μόνη διέξοδος των λίγων η αντίσταση. Με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, σε κάθε περίπτωση.
16.06.2014 Περί ελληνικής μουσικής …
15 Ιουνίου 2014… Είκοσι χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη, του Μάνου Χατζιδάκι. Έτσι καθώς ακούω τραγούδια του με χρυσές φωνές του νέου κύματος, Ζωγράφο, Χωματά, Μούτσιο, Ρωμανό, Αστεριάδη, Αρλέτα σκέφτομαι το σήμερα της ελληνικής μουσικής κι όλα αυτά τα ακούσματα που κατακλύζουν και συνθλίβουν την αισθητική μας. Όλα αυτά τα δήθεν talent show με διάφορες ξενόφερτες ονομασίες, όπου φιλόδοξοι νέοι αφήνονται στην κρεατομηχανή μιας επιτηδευμένης κριτικής και μιας πρόσκαιρης προβολής και εφήμερης δημοσιότητας πιστεύοντας πως μέσα από αυτά τα προγράμματα μπορούν να κερδίσουν ένα εισιτήριο στον κόσμο του μουσικού θεάματος και του σύγχρονου life style.
Όταν η χρυσόσκονη της ολιγόμηνης τηλεοπτικής προβολής περάσει πολλοί αντιλαμβάνονται το μάταιο της όλης προσπάθειας και το ματαιόδοξο του εγχειρήματος. Τη χίμαιρα που κυνήγησαν και το αδειανό πουκάμισο που τους έμεινε αμανάτι.
Επανέρχομαι όμως στη μουσική μας ένδεια αναλογιζόμενος το σπουδαίο μουσικό μας παρελθόν, κυρίως της δεκαετίας του ’60. Αλήθεια, τι ήταν εκείνο που έκανε ένα Μάνο Χατζιδάκι, ένα Μίκη Θεοδωράκη, ένα Σταύρο Ξαρχάκο, ένα Γιάννη Σπανό, ένα Χρήστο Λεοντή, ένα Λίνο Κόκοτο, ένα Δήμο Μούτση και τόσους άλλους να αναδειχθούν σε τόσο μεγάλες μουσικές μορφές και να γεμίσουν τη ζωή των Νεοελλήνων με τόσο όμορφα, τόσο ποιοτικά μουσικά ακούσματα;
Οι συνθέτες αυτοί διέπρεψαν, δημιούργησαν και άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική μουσική γιατί είχαν σωστή παιδεία, ήταν ταπεινοί και δοσμένοι στην τέχνη και όχι αλαζόνες που επιζητούσαν με κάθε τρόπο και με το όποιο τίμημα τη δημοσιότητα. Ήταν άνθρωποι που είχαν συνεργάτες σπουδαίους στιχουργούς αλλά και μεγάλους ποιητές. Είχαν ένα κοινό που τους αγαπούσε για την τέχνη τους και όχι για τις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, τα πάθη και τις ίντριγκες που εξιτάρουν ένα κοινό φιλοθέαμο, πλην όμως ρηχό και κενού ψυχικού κόσμου. Το δικό τους κοινό ήταν καλλιεργημένο κι οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούσαν ακριβώς για ανθρώπους που είχαν αρχή και τέλος, που είχαν πνευματικές αναζητήσεις και ψυχικό πλούτο. Κι ακόμη δημιουργούσαν για κόσμο που έστω κι αν δεν είχε περγαμηνές πανεπιστημιακές, συχνά ούτε καν μέσης εκπαίδευσης, οι ίδιοι κατανοούσαν πως η δική τους μουσική θα ‘πρεπε να μορφώνει, να καλλιεργεί, να οδηγεί σε ανάταση τις ψυχές. Κι αυτό έκαναν. Γι’ αυτό πέτυχαν να φέρουν ένα Ρίτσο, έναν Ελύτη, ένα Γκάτσο, ένα Βιζυηνό και τόσους άλλους στα μέτρα του κάθε Έλληνα, είτε μορφωμένου είτε όχι. Γιατί οι ίδιοι έγιναν το όχημα μέσα από την τέχνη τους, για να μορφωθεί ο λαός.
Στα είκοσι χρόνια από το θάνατο του μεγάλου συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι, στους τηλεοπτικούς μας δέκτες κυριαρχούν οι «τελικοί» των διαφόρων μουσικών διαγωνισμών με τραγούδια ατάλαντων συνθετών, με φτωχή στιχουργική επένδυση αλλά με πλούσια σκηνική παρουσία. Τα τραγούδια πλέον δεν ακούονται. Βλέπονται. Δείγμα κι αυτό μιας γενικότερης παρακμής. Αλλά πάντα τις περιόδους της ξηρασίας ακολουθούν οι καλές βροχερές μέρες. Τέτοιες μέρες, που θα βρέξει δημιουργικότητα και η πραγματική μουσική τέχνη θα ανθίσει και πάλι, αναμένουμε πως θα έλθουν ξανά και συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις και όλοι οι άλλοι μεγάλοι θα βρουν μια νέα γενιά δημιουργών που θα μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους καλλιτεχνικό ανάστημα. Οψόμεθα …
12.6.2014 Η αξία της ζωής
Ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτάζει τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Από επιστολή του Gabriel Garcia Marques, νομπελίστα Κολομβιανού λογοτέχνη, που έφυγε από τη ζωή στις 16 Απριλίου 2014..
Μια σημαντική επισήμανση του κορυφαίου Κολομβιανού λογοτέχνη, για την ανάγκη να επιδεικνύουμε ταπεινότητα και να μην αφήνουμε την έπαρση και αλαζονεία να καταβάλλουν το είναι μας. Ο εγωισμός και η επικράτηση του «εγώ» να μην επισκιάζουν και καθοδηγούν τη σκέψη μας.
Την ίδια ώρα να δείχνουμε την πρέπουσα τόλμη και αποφασιστικότητα, αλλά και τη θέληση, να στηρίζουμε, να συμβουλεύουμε, να απλώνουμε το χέρι σ’ όσους το χρειάζονται. Κι είναι πολλοί άνθρωποι γύρω μας που ανά πάσα στιγμή χρειάζονται ένα χαμόγελο να τους δώσει δύναμη, ένα χάδι να τους κρατήσει, ένα χέρι να τους τραβήξει απ’ το έδαφος, απ’ το βούρκο, απ’ τον πάτο.
Αποτινάζοντας από πάνω μας τη χρυσόσκονη της έπαρσης, θα μπορέσουμε να κοιτάξουμε στα μάτια τον διπλανό μας, θα νιώσουμε τον πόνο του, θα αφουγκραστούμε τις ανάγκες του, θα γίνουμε συνοδοιπόροι στον αγώνα του.
Συνηθίζουμε να κοιτάμε αφ’ υψηλού τον άλλο, λες και εμείς είμαστε τα περιούσια άτομα της υφηλίου, που μια αόρατη δύναμη μας έδωσε το δικαίωμα να νιώθουμε υπεροχή και ανωτερότητα. Στην πραγματικότητα μια ταπεινή οντότητα είμαστε, με πεπερασμένες δυνατότητες, πλασμένοι για έναν αγώνα επιβίωσης και ατομικής πορείας γεμάτης δυσκολίες και εμπόδια. Το πιο ανθρώπινο που έχουμε να κάνουμε είναι να είμαστε ταπεινοί και να τείνουμε χείρα βοηθείας σ’ όσους έλαχε να πέσουν κι έχουν ανάγκη ένα χέρι να τους κρατήσει και να τους βοηθήσει να ορθοποδήσουν.
7.6.2014 Περί αναρρίχησης …
Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Γεώργιος Δροσίνης
Πόσο στ’ αλήθεια επίκαιροι παραμένουν οι στίχοι αυτοί του ποιητή Γεώργιου Δροσίνη και πόση αλήθεια κρύβουν μέσα στην απλότητά τους; Είναι σύνηθες το φαινόμενο της ανόδου με ξένα δεκανίκια ανθρώπων σε σημαντικές θέσεις. Κι ακόμη πιο σύνηθες είναι η βαρύγδουπη αποτυχία αυτών των ανθρώπων να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Και τούτο γιατί στηρίχθηκαν σε ξένες πλάτες κι ενώ δεν είχαν τις ικανότητες βρέθηκαν σε καίρια θέση αδυνατώντας να ανταποκριθούν. Άλλοι πάλι, ενώ έχουν τις ικανότητες είναι τέτοιες οι δεσμεύσεις τους στα «ξένα αναστυλώματα» που τους ανέβασαν και εγκατέστησαν στους ηγετικούς θώκους που εν τέλει αδυνατούν να ανταποκριθούν, αφού προτεραιότητά τους είναι η εξαργύρωση της υποχρέωσης στα ξένα δεκανίκια.
Αυτό το «πλάνο ψήλωμα του κισσού» αποτελεί ίσως την πιο εμφατική παθογένεια του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου. Σε μια κλειστή, μικρή κοινωνία όπως η κυπριακή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα η ημετεροκρατία, το ρουσφέτι, η άνοδος ελέω γνωριμιών. Μια παθογένεια που αντανακλά σε πληθώρα αδυναμιών της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Λίγα είναι τα αυτόφωτα άτομα που με την αξία τους, τη δουλειά και τα προσόντα τους ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της οποιασδήποτε ιεραρχίας του χώρου τους. Κι είναι αυτά τα άτομα που τιμούν με το παραπάνω την ηγετική τους θέση, καθώς οι ίδιοι δεν έχουν να λογοδοτήσουν σε άλλους παρά μονάχα στη συνείδησή τους και στον κόσμο για τον οποίο ετάχθησαν να εργαστούν.
Ενοχλεί ακόμη στο μικρό μας τόπο το γεγονός ότι άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά ανέχονται να έχουν «αυλικούς», υφιστάμενους που τους υπηρετούν με τον πιο γλοιώδη αλλά και τον γελοιωδέστερο τρόπο. Είναι κι αυτό δείγμα της δικής τους αδυναμίας, αφού μέσα από μια τέτοια εκδούλευση νιώθουν οι ίδιοι να έχουν αξία και αποκτά νόημα η κατοχή εκ μέρους τους της ηγετικής θέσης στο χώρο τους. Εξάλλου και οι ίδιοι υπήρξαν μέρος «αυλής» και μέρος ομάδας υπηρετούντων προκειμένου να αναρριχηθούν. Το φαινόμενο της «σκάλας» βρίσκει σ’ αυτούς την πιο πιστή του εφαρμογή.
«Εγώ με την αξία μου/κι όχι με ξένες πλάτες/περήφανα περπάτησα/μες στης ζωής τις στράτες, λέει ένα λαϊκό άσμα. Μακάρι να ‘ταν μπορετό οι απλοϊκοί αυτοί στίχοι, που τόσο νόημα κρύβουν, να ‘χαν πολλούς άξιους να τους τραγουδήσουν. Έχει όμως;
1.6.2014 Περί έκφρασης συναισθημάτων
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου,
πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη",
"συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ"
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία
για να τις εκφράσεις.
Από επιστολή του Gabriel Garcia Marques, νομπελίστα Κολομβιανού λογοτέχνη, που έφυγε από τη ζωή στις 16 Απριλίου 2014..
Πόσες αλήθειες κρύβονται στα λόγια αυτά του νομπελίστα λογοτέχνη; Πόσες φορές δεν σκεφτήκαμε πράγματα που ποτέ δεν τολμήσαμε να εκφράσουμε μεγαλόφωνα; Πόσες φορές δεν καταλάβαμε πως κάναμε λάθος, αλλά δεν είχαμε τη δύναμη να το παραδεχτούμε; Γιατί όμως; Γιατί αφήνουμε τον εγωισμό ή την ντροπή να καλύπτουν αυτά που θα θέλουμε να πούμε;
Ακόμη και στα παιδιά μας είναι φορές που ενώ θέλουμε να πούμε κάποια πράγματα δεν το κάνουμε. Ίσως γιατί το θεωρούμε υπερβολικό να τους ζητήσουμε συγνώμη, αν σε κάτι κάναμε λάθος απέναντί τους. Ίσως πάλι γιατί δε μάθαμε να λέμε «σ’ αγαπώ» από φόβο μήπως μας κοροϊδέψουν ή μήπως φανούμε υπερβολικά ευαίσθητοι. Και ποιος είπε πως δεν πρέπει να ‘μαστε ευαίσθητοι και να το δείχνουμε; Σκεφτήκαμε ποτέ πόσο διαφορετική θα ‘ταν η σχέση μας με τα παιδιά μας, αν είχαμε τη δύναμη να λέμε αυτό που νιώθουμε; Και πόσο σωστό παράδειγμα θα ‘μαστε για τα παιδιά μας, αν έβλεπαν τον πατέρα ή τη μητέρα τους να παραδέχονται κάποιο λάθος τους;
Ας μην πνίγουμε τις σκέψεις και τα αισθήματά μας. Το ‘χουμε ανάγκη να τα εκφράζουμε, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς μας θα νιώθουν πολύ πιο όμορφα, αν ο δικός τους άνθρωπος έχει τη δύναμη να εκφράζει τα «συγνώμη» και τα «σ’ αγαπώ» του στους δικούς του ανθρώπους. Τόσο απλά!
26.5.2014 Περί γλώσσας…
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Oδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί».
Η γλώσσα δεν είναι απλά ένα μέσο επικοινωνίας για τον άνθρωπο. Είναι το μέσο έκφρασης των προσωπικών του βιωμάτων, συναισθημάτων και ιδεών, αλλά και ο δίαυλος κατανόησης του γύρω του κόσμου. Μέσω της γλώσσας μεταφέρονται οι πολιτισμοί από γενιά σε γενιά, ενδυναμώνεται η αγάπη για την ελευθερία. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», λέει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης θεσμών και αξιών, στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η γλώσσα είναι στο στόχαστρο. Οι εθνικές γλώσσες απειλούνται με συρρίκνωση, με αφομοίωση, με κατάργηση. Στο όνομα της οικονομίας και της ταχύτητας επικοινωνίας οι κίνδυνοι και για τη δική μας γλώσσα είναι ορατοί.
Τυχόν απώλεια της γλώσσας μας θα σήμαινε αυτόματα και απώλεια της ιδιοπροσωπίας και της ταυτότητας του λαού μας. Λαός που θέλει να διατηρήσει την ιστορική του συνέχεια και μνήμη, οφείλει να αγωνιστεί για τη διατήρηση πρωτίστως της εθνικής του γλώσσας. Παράλληλα η απώλεια της γλώσσας θα σήμαινε υποταγή στην παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων και στις επιταγές των ξένων κέντρων αποφάσεων.
Η ελληνική γλώσσα σμιλεύτηκε για περισσότερο από σαράντα αιώνες και αποτελεί το όργανο και τη βάση πολλών όρων στην τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ιατρική και άλλων πολλών επιστημών. Αν κάτι χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτισμό είναι η συνέχεια στη γλώσσα. Δεν υπάρχουν κενά στην ομιλία της ελληνικής γλώσσας. Για 4 χιλιάδες χρόνια μιλιέται και εξελίσσεται συνεχώς. Κάτι που σε καμία άλλη γλώσσα δεν απαντάται. Κι αυτό είναι υπέρτατο προνόμιο.
Ένα προνόμιο που αντισταθμίζει το γεγονός ότι σήμερα η ελληνική γλώσσα δε μιλιέται παρά από ελάχιστους ανθρώπους – συγκριτικά με άλλες γλώσσες που είτε λόγω της παγκοσμιοποίησης είτε λόγω του πολυάριθμου κάποιων λαών έχουν το πλεονέκτημα να μιλιούνται από πολλαπλάσιους πληθυσμούς.
Ελάχιστοι μας διαβάζουν
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά
«Ποίηση του Κώστα Μόντη» 1962
Έτσι απλά, σε πέντε στίχους μέσα, ο δικός μας ποιητής, ο Κ. Μόντης, εκφράζει το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας. Η ευθύνη σήμερα του σχολείου, της οικογένειας, των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και όλων των δημόσιων προσώπων, που είτε το θέλουν είτε όχι αποτελούν γλωσσικά πρότυπα, είναι μεγάλο σε σχέση με την ανάγκη διατήρησης και συνεχούς εξέλιξης της γλώσσας μας. Μια γλώσσα που σφυρηλατήθηκε, επέζησε και επηρέασε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες είναι κρίμα να υποφέρει, να αίρεται και να φέρεται από τους σύγχρονες Έλληνες μόνο και μόνο γιατί θέλουν να είναι του συρμού μέσω της υποτίμησης του μέγιστου αυτού εθνικού τους πλούτου.
20.5.2014 Ο TEMPORA O MORES ( Ω καιροί, ω ήθη)
«Παράνομη εμφιάλωση νερού στην Πάφο», «Στη φυλακή για συνουσία με άνδρα μειωμένης νοημοσύνης», «Συζυγικά μαχαιρώματα στη Γεροσκήπου», «Έφοδος για τζόγο με τραυματισμούς», «Συνελήφθη με πλαστά χαρτονομίσματα», «Οίκο ανοχής για ηλικιωμένους διηύθυνε 54χρονη Σριλανκέζα», «30χρονος πιάστηκε με κλεμμένο οπλισμό», «Καταζητούνται για παράνομη μεταφορά οπλισμού».
Τα πιο πάνω είναι τίτλοι από την πίσω σελίδα καθημερινής ημερήσιας εφημερίδας. Τίτλοι μιας ημέρας. Μιας συνηθισμένης μέρας. Χωρίς καμία παραποίηση ή προσθήκη. Σχεδόν καθημερινά παρατηρώ τέτοιους ή και χειρότερους τίτλους ειδήσεων και πάντα κάνω την ίδια σκέψη: Μα τελικά τι κοινωνία γίναμε; Πώς μπορεί να έχουν γίνει μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας τέτοιες ειδήσεις;
Θυμάμαι μικρός, στο καφενείο του θείου, αν τύχαινε να υπάρχει μια τέτοια είδηση στην εφημερίδα κάποιος την διάβαζε μεγαλόφωνα και όλοι οι θαμώνες σχολίαζαν με αποστροφή, με αποτροπιασμό και καταδίκαζαν με βδελυγμία κάθε είδους παρανομία. Σήμερα; Περνάμε τέτοιες ειδήσεις με φωτογραφική ανάγνωση, δεν μας κάνει τίποτα αίσθηση και μάθαμε να ζούμε με όλα αυτά που κάποια χρόνια πριν προκαλούσαν την κλειστή, πουριτανή αλλά με αρχές και αξίες κοινωνία μας που τέτοιες συμπεριφορές τις καταδίκαζε με τον πιο έντονο τρόπο.
Δυστυχώς, ο κοινωνικός εκφυλισμός μας επέφερε την απαξίωση και τη διάβρωση των θεσμών. Οι αξίες της ζωής γκρεμίστηκαν, αρχές και αξίες αποδομήθηκαν. Εξελικτικά μετατραπήκαμε σε γενίτσαρους απαιτήσεων και όντα αχαλίνωτης ιδιοτέλειας. Έτσι φτάσαμε να γίνουμε μια μεταλλαγμένη κοινωνία που αποτυπώνεται καθημερινά τόσο μέσα από ειδήσεις που πληγώνουν όσο και μέσα από τις καθημερινές μας συναλλαγές. Μόνο ένας επαναπροσδιορισμός της πορείας και των προτεραιοτήτων μας ως άτομα και ως κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει μια κατάσταση που μας έφερε σε συνθήκες πρωτογονισμού και σ’ έναν άλογο βίο.
16.5.2014 Eγώ ζωγράφισα τη γη
Εγώ ζωγράφισα τη γη,
μια ολοστρόγγυλη πληγή,
μια ολοστρόγγυλη πληγή που έσταζε αίμα.
Και σ’ ένα βλέμμα παιδικό
έβαλα ερωτηματικό,
έβαλα ερωτηματικό αντί για βλέμμα.
Οι στίχοι αυτοί της Σώτιας Τσώτου αποτυπώνουν κατά δραματικό τρόπο την πραγματικότητα της εποχής μας. Μιας εποχής που δεν διαφέρει ποσώς από όσα η ανθρωπότητα βιώνει διαμέσου των αιώνων. Ούτε η σύγχρονη τεχνολογία ούτε η πανεπιστημιακή μόρφωση εκατομμυρίων ανθρώπων στάθηκαν ικανά να σταματήσουν την πορεία προς τον όλεθρο. Μια πορεία που κεντρικό της θύμα έχει πάντα το παιδί.
Η κρίση στην Ουκρανία έρχεται σαν συνέχεια των πρόσφατων κρίσεων στη Λιβύη, τη Συρία, την Αίγυπτο … Οι πολιτικοί και οι μεγάλοι του πλανήτη κάνουν τα δικά τους γεωπολιτικά παιχνίδια, αλλά πάντα τα παιχνίδια αυτά έχουν σταθερό θύμα τα παιδιά, την ειρήνη, την ευημερία των ανθρώπων.
Αυτές οι κρίσεις κάνουν τον καθένα μας να νιώσει πόσο ανυπεράσπιστος είναι ο καθημερινός άνθρωπος και πόσο μετέωρο είναι το κάθε μας βήμα στη γη. Κι αυτό με τη σειρά του αυξάνει την έγνοια και την ανησυχία μας για τα παιδιά μας και το μέλλον τους. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο τις ευθύνες μας απέναντι στα παιδιά του κόσμου και τα δικά μας.
9.5.2014 Aπ’ τα καφενεία στα … cafe!
Κοινωνικό φαινόμενο έχουν γίνει τα cafe σε πόλεις και χωριά. Βλέπαμε πριν μερικά χρόνια τα τόσα και τόσα café σε πλατείες και δρόμους της Ελλάδας και διερωτόμασταν γιατί τόσοι και τόσοι άνθρωποι συχνάζουν σ’ αυτά με τις ώρες. Και φτάσαμε εν τέλει να έχουμε μεταφορά του ίδιου φαινομένου και στον τόπο μας. Και φυσικά η εξήγηση του φαινομένου γίνεται πλέον εκ των έσω κι είναι τόσο απλή.
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να βγουν έξω, να ξεφύγουν έστω για λίγο απ’ τις έγνοιες του σπιτιού. Άλλοτε πάλι έχουν ανάγκη μιας επαγγελματικής συνάντησης και τα café είναι ο φθηνότερος και πιο σίγουρος τόπος για κάτι τέτοιο. Εκεί που παλιά τα σπίτια μας ήταν ορθάνοικτα για να συναντηθούμε με τους φίλους κάποια αόρατη δύναμη τα έκλεισε σε μεγάλο βαθμό: λίγο τα έξοδα, λίγο η φασαρία για προετοιμασίες έκαναν τους πλείστους να συναντιούνται πλέον στα café. Αλλά και η τηλεθέαση αγώνων στα συνδρομητικά κανάλια μέσα από τα café αποκτά άλλη οπτική και άλλη διάσταση. Είναι βέβαια και οι μοναχικοί άνθρωποι. Στα café θα πνίξουν μεγάλο χρόνο απ’ τη μοναξιά τους, θα σερφάρουν στο διαδίκτυο, θα διαβάσουν τον τύπο ή κάποιο βιβλίο, θα κάνουν τη δουλειά του γραφείου στον υπολογιστή…
Café, λοιπόν. Μέρος της ζωής μας, μέρος του εαυτού μας, προέκταση της καθημερινότητάς μας. Κάποτε ήταν τα καφενεία. Με χαρτάκι, τάβλι, μπόλικη κουβέντα περί πολιτικών και άλλων τινών, αλλά πάντα αυστηρά ανδροκρατούμενο. Σήμερα είναι τα café για όλους τους τύπους και χαρακτήρες ανθρώπων, για κάθε φύλο και ηλικία, για κάθε τσέπη και γούστο. Σε κάθε περίπτωση είτε καφενείο είτε café η ανάγκη για κοινωνική συνεύρεση και απόδραση από άλλα συμβατικά – πλην όμως απόμακρα ή δυσκολοπλησίαστα μέρη – ήταν και παραμένει ο κύριος λόγος της ανάγκης ύπαρξής τους.
4.5.2014 Πιστεύω τω φίλω!
Στην α΄ γυμνασίου ξεκινούσαμε την πρώτη επαφή μας με την αρχαία ελληνική γλώσσα μέσα από το βιβλίο του Ζούκη και με πρώτο κείμενο αφιερωμένο στη φιλία. Τυχαίο; Χρόνια μετά και έχοντας πλέον τόσες εμπειρίες ζωής καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι για τον καθένα η γνήσια, χωρίς όρους και απαιτήσεις φιλία στη ζωή μας. Φίλοι, φίλες, φιλία… Ζητούμενο στη ζωή μας, κατάκτηση για όποιο/α το πετυχαίνει, ματαίωση και μοναξιά για όσους/ες αποτυγχάνουν να ‘χουν ένα πραγματικό αποκούμπι ψυχής στη ζωή τους. Πόσες φορές δε νιώσαμε την ανάγκη να ‘χουμε έναν άνθρωπο έτοιμο να μας ακούσει πρόθυμα;
Ποιος είναι όμως πραγματικός φίλος/η; Πότε μια φιλία σφυρηλατείται στο αμόνι του χρόνου; Λένε πως οι φίλοι είναι άγγελοι που μας σηκώνουν ψηλά στον ουρανό, όταν τα δικά μας φτερά ξεχνούν πώς πετάνε. Κι ακόμη πως πραγματικοί φίλοι είναι εκείνοι που δε διστάζουν να μας κάνουν κριτική προκειμένου να γίνουμε καλύτεροι, αλλά χωρίς να μας εκθέτουν μπροστά σε τρίτους και πάντα μιλώντας μας με αγάπη και ενδιαφέρον. Γιατί αληθινός φίλος είναι εκείνος που μιλά στον κόσμο για τα προτερήματά μας και σε μας τους ίδιους για τα ελαττώματά μας.
Έτυχε πολλές φορές να στεναχωρηθούμε, γιατί νιώσαμε προδομένοι από ανθρώπους που τους θεωρούσαμε φίλους. Κι ακόμη από άτομα που συχνά κάναμε θυσίες προκειμένου να τα στηρίξουμε, όταν είχαν την ανάγκη μας. Είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό η στεναχώρια και η απογοήτευση σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα όμως δε θα έπρεπε να νιώθουμε έτσι. Αντίθετα, θα ‘πρεπε να λυπούμαστε αυτά τα πρόσωπα, που δεν είχαν τη δική μας δύναμη.
Επιστρέφω και πάλι στο πρώτο εκείνο κείμενο, που το Σεπτέμβρη του μακρινού 1975 μ’ έφερε σε πρώτη επαφή με τη μαγεία των αρχαίων Ελληνικών.
Πιστεύω τω φίλω.
Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις.
Ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει.
Τοις των φίλων λόγοις αεί πιστεύομεν.
Ει κινδυνεύετε, ω φίλοι, τους των ανθρώπων τρόπους γιγνώσκετε.
Οι μεν γαρ άπιστοι φίλοι ού μετέχουσι του κινδύνου, οι δε πιστοί συνκινδυνεύουσι τοις φίλοις.
Πιστοίς φίλοις μάλλον ή χρυσώ και αργύρω πιστεύομεν.
Οι αγαθοί άνθρωποι και εν κινδύνοις αεί αγαθόν έχουσι θυμόν]. Τω γαρ θεώ πιστεύουσιν.
Ώ φίλε, ο θεός τους αγαθούς ανθρώπους ού λείπει. Πολλοί άνθρωποι τω πλούτω μάλλον ή τω θεώ πιστεύουσι.
Πρωτομαγιάτικες εικόνες
Μάιος … Η ανθοφορία της φύσης σημαίνει την ευφορία των ψυχών. Όλη η πλάση γιορτάζει και μαζί οι καρδιές μας αγάλλονται. Μαγιάτικες εικόνες πολλές στο μυαλό μου. Οι κάμποι του χωριού ντυμένοι στα γιορτινά, οι κήποι των σπιτιών ολάνθιστοι και μοσχομυρισμένοι. Ένα πανηγύρι χρωμάτων ο τόπος. Κι ένα πανηγύρι χαράς τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Τα υπαίθρια καφενεία στις δόξες τους, τα χωρατά των θαμώνων να γεμίζουν με τρανταχτά γέλια την ατμόσφαιρα, το παγωτό του πλανόδιου παγωτατζή, το μαχαλλεπί της θείας, τα πεντανόστιμα φρούτα της άνοιξης, τα νυχτερινά παιχνίδια των παιδιών – εμάς των παιδιών -, οι βόλτες με τα ποδήλατα, το πέταγμα των χαρταετών, οι ανοικτές αυλόπορτες των σπιτιών, οι ανοικτές καρδιές μικρών και μεγάλων …
Πρωτομαγιά και ο περίπατος στη φύση απαραίτητος, καθώς θα ‘πρεπε να μαζέψουμε αγριολούλουδα, για το μαγιάτικο στεφάνι που κοσμούσε την εξώπορτα κάθε σπιτιού. Μέσα σ’ αυτό το στεφάνι βρισκόταν συμπυκνωμένη η ίδια η φύση. Μέσα απ’ αυτό ήταν σαν να μας επισκεπτόταν η ίδια η Άνοιξη.
Μάιος. Εικόνες πολλές, πολλές πινελιές στο νου και στην καρδιά μας. Ας αφήσουμε τη «ζωγραφική» να μας μιλήσει για την πρωτομαγιά …
Του Δημήτρη Μικελλίδη
"Ένα μύθο θα σας πω
που τον μάθαμε παιδιά..."
Έτσι ξεκινούσε ένα τραγούδι που έφτανε στ' αυτιά μας από τη γοητευτική φωνή της Νανάς Μούσχουρη. Αυτό το τραγούδι ήταν τεράστια επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του '70 και το ακούαμε απ' το ραδιόφωνο χωρίς να καταλαβαίνουμε - παιδιά καθώς ήμαστε- και πολύ το νόημα απ' τους στίχους του.
μεγαλώσαμε ανάμεσα σε μύθους που δημιούργησαν πρώτα η μοναδική τηλεόραση του τόπου - ελεγχόμενη πάντα από την εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα - αλλά και η ευπιστία μας απέναντι σε δημαγωγούς και λαϊκιστές καθώς αργότερα και ο συνεχής βομβαρδισμός των κάθε είδους Μέσων Μαζικής αποχαύνωσης - από την ιδιωτική τηλεόραση μέχρι τις πολιτικές διαφημίσεις και τα social media - φτάσαμε σ' ένα σημείο όπου η ζωή μας, τα "πιστεύω" μας ήταν πασπαλισμένα με μπόλικους μύθους. Μύθους που ένας μετά τον άλλο άρχισαν να καταρρέουν, όταν ο τόπος κατάρρευσε ηθικά, πολιτικά, οικονομικά...
Μύθος οι πολιτικοί που τα ξέρουν όλα, που νοιάζονται για όλα, που αγωνίζονται για ένα λαμπρό μέλλον του τόπου μας. Στη θέση του μύθου πολιτικοί που αυτοσχεδιάζουν, που λειτουργούν με το συναίσθημα και όχι τη λογική, που στην πραγματικότητα είναι μετρ της αυτοπροβολής και κυνηγοί της ατάκας, άνθρωποι που πρώτα νοιάζονται για ίδιον όφελος και όφελος των "δικών" τους. Ευθυνόφοβοι που σκέφτονται το πολιτικό κόστος πριν από κάθε ενέργειά τους, που θωπεύουν και γαργαλάνε αυτιά αντί να είναι πρωτοπόροι.
Μύθος το "πάνω απ΄ όλα το συμφέρον της πατρίδας και του τόπου", αφού στην πράξη πάνω απ' όλα το κόμμα, το εγώ, το γάντζωμα στην εξουσία και στην καρέκλα της. Σκάνδαλα, Μαρί, λάθος πολιτικές που οδήγησαν σε καταστροφές, λάθος επιλογή ανθρώπων σε καίρια πόστα, άρνηση συνεργασίας με τον άλλο για να κρατάμε τον κόσμο σε πόλωση και να δικαιολογούμε την παρουσία μας στην πολιτική σκηνή... Μεμψιμοιρίες και γκρίνια, προκαταβολική απόρριψη κάθε προσπάθειας για συναίνεση, συμφιλίωση, αυναντίληψη. Τόσα και τόσα παραδείγματα.
Μύθος και οι παντοδύναμες τράπεζες. Ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας μας. Γίγαντες με πήλινα πόδια και ρουφήχτρες του λαού αποδείχτηκε ότι ήταν. Οι σοφές τους αποφάσεις, οι (παρα)μορφωμένοι τους σύμβουλοι και τα συμβούλιά τους που ξέρουν να αποφασίζουν, να επενδύουν και να φέρνουν κέρδη αποδείκτηκε φενάκη. Τα golden boys των τραπεζών, οι ατσαλάκωτοι, οι κουστουμαρισμένοι με τα tablets υπό μάλης υπήρξαν οι οδοστρωτήρες της οικονομίας του τόπου, ενώ την ίδια ώρα εκτόξευσαν τις δικές τους προσωπικές καταθέσεις και περιουσίες.
Μύθος η καλοπέραση, η ευδαιμονία, το υπερβολικό χρήμα, ο (υπερ)καταναλωτισμός, η ανθηρή οικονομία του τόπου, το οργανωμένο και δίκαιο κράτος με το κοινωνικό πρόσωπο. Η κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας παρέσυρε μαζί της και αυτούς τους μύθους που συντηρούσαν με εύσχημο τρόπο όλοι εκείνοι που φρόντιζαν να παρασέρνουν ένα ολόκληρο λαό και να τον πείθουν να ξοδεύει, να ξοδεύει.... και την ίδια ώρα να απομακρύνεται από τις ρίζες του, από τις παραδόσεις του και να μετατρέπει σε Θεό του το χρήμα ξεχνώντας ποιος είναι και πού πηγαίνει...
Μύθοι παντού. Μύθος η αγάπη στην ομάδα και ο αγώνας για τη φανέλα της. Πρώτα είναι τα στημένα παιχνίδια και τα κέρδη στα στοιχήματα και μετά η ομάδα, οι φίλαθλοί της, οι ιδέες που πάντοτε πρέσβευε. Η προβολή των παραγόντων, το παρασκήνιο, η προσκόμιση κέρδους στους ενασχολούμενους με το αντικείμενο-κέδρους είτε χρηματικού είτε πολιτικού. Σε ποια ομάδα να πιστεύεις; Με ποιο σθένος να πας στο γήπεδο;
"Για τον μύθο που μας λέτε,
Κι άλλο μύθο θα σας πω", συνέχιζε το τραγούδι.
Μύθος ακόμη και οι συγγενικοί δεσμοί. Μια διαφωνία στην περιουσία και στο διαμοιρασμό της είναι αρκετή να αναποδογυρίσει το σύμπαν. Μια επιτυχία της μιας οικογένειας μπορεί να φέρει σε κατάσταση αντιπαράθεσης τις υπόλοιπες, αφού το σαράκι της ζήλιας ελλοχεύει.
Μύθος ακόμη και οι αιώνιες φιλίες και οι μεγάλοι, ανεπανάληπτοι έρωτες. Έτσι καθώς ο άνθρωπος απομονώνεται στον εαυτό του, έτσι όπως κυνηγά τη φιληδονία και ψάχνει να βρει την ευδαιμονία στην ύλη αφήνοντας κατά μέρος την όποια πνευματικότητα και την εν Θεώ βιωτή φτάνει η στιγμή που φιλίες και αγάπες γκρεμίζονται. Και τότε εμβρόντητοι οι άνθρωποι μαθαίνουν για διαζύγια που ποτέ δεν μπορούσαν να διανοηθούν. Για φίλους που πλέον έγιναν ορκισμένοι εχθροί.
Μύθοι πολλοί και στα σχολεία. Εκεί μαθαίνουμε για τους θριάμβους μας σαν έθνος αλλά ξεχνιόμαστε να μαθαίνουμε για τα λάθη και τα δικά μας εγκλήματα. Εκεί γνωρίζουμε για ένα κόσμο στρωμένο με ροδοπέταλα, ενώ η πραγματικότητα είναι σκληρή, αδυσώπητη. Εκεί διδασκόμαστε για το δίκαιο και την επικράτησή του πάνω σε κάθε είδους αδικία, ενώ ο νόμος της ζούγκλας βασιλεύει παντού.
Μύθος και η περίφημη δημοκρατία μας. Πώς μπορεί να είναι ίσοι η ψήφοι των ανθρώπων; Πώς είναι δυνατό να έχει η κάθε ψήφος την ίδια βαρύνουσα σημασία; Άλλοι ψηφίζουν έτσι όπως έμαθαν στην οικογένειά τους χωρίς ποτέ να προβληματιστούν, άλλοι απλώς γιατί θεωρούν πως επιβάλλει το προσωπικό τους συμφέρον, κάποιοι μετά από έντονο προβληματισμό και πολλή σκέψη δίνουν την ψήφο τους εκεί που πιστεύουν πραγματικά ότι αξίζει για το καλό του συνόλου. Υπάρχουν ψήφοι που δίνονται καθ' υποβολήν αφού οι ψηφοφόροι δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν οι ίδιοι οπότε το εκμεταλλεύονται άτομα του περίγυρού τους. Και φυσικά πολλές ψήφοι επηρεάζονται από την έντονη πολιτική διαφήμιση, την προπαγάνδα των ΜΜΕ που διαδραματίζουν πλέον σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Για ποια δημοκρατική διαδικασία μιλάμε πλέον; Εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ελληνισμός οδηγήθηκε στον γκρεμό μέσα από "δημοκρατικές" αποφάσεις που ο λαός πήρε μετά από εκλόγες και δημοψηφίσματα, όπου η προπαγάνδα και ο λαϊκισμός ήταν οι κύριοι καθοδηγητές της λαϊκής ετυμηγορίας. Το πρόσφατο παράδειγμα της Ελλάδας είναι εκεί για να μας το θυμίζει.
Μεγαλώσαμε με τους μύθους του Αισώπου που είχαν μια γοητεία ανεπανάληπτη και μια σοφία εντυπωσιακή, τη σκυτάλη όμως στη ζωή μας πήραν οι μύθοι της πολιτικής και της οικονομίας, του αθλητισμού και των καθημερινών συναλλαγών μας. Μ' αυτούς συνεχίσαμε να μεγαλώνουμε, να "ωριμάζουμε", να ζούμε, να πορευόμαστε και μ' αυτούς οδηγούμαστε στα γηρατειά. Η κατάρρευσή τους ίσως σημάνει και την προσωπική αλλά και συλλογική μας αναγέννηση. Ποιος ξέρει;
02/07/2015 Στις Λαϊκές Οργανώσεις
Καθόταν μονάχος στο καφενείο των «Λαϊκών Οργανώσεων» της ενορίας του. Σ’ ένα γεμάτο καφενείο ο ίδιος επέλεξε ένα τραπεζάκι στην αυλή, σχεδόν κολλημένο στο μικρό περιτοίχισμα του καφενείου, χωρίς κανένα σύντροφο στην παρέα του. (Σύντροφοι αλληλο-αποκαλούνταν μεταξύ τους ακόμα τα μέλη του σωματείου, απότοκο μιας άλλης εποχής, τότε που τα μέλη αυτά αυτό-προσδιορίζονταν με περηφάνια ως κομμουνιστές, λαϊκοί αγωνιστές και άλλα παρόμοια). Είχε μπροστά του ένα γεμάτο ποτήρι μπίρα, ξηρούς καρπούς και τρία άδεια μπουκάλια μπίρας. Τα παράσημά του δηλαδή από την μέχρι εκείνη τη στιγμή καταναλωτική του απογευματινή πορεία. Οι υπόλοιποι θαμώνες άλλοι επιδίδονταν σε παρτίδες ταβλιού, άλλοι σε χαρτί κι άλλοι απλώς κουβέντιαζαν την επικαιρότητα. Κάποιοι ήταν προσηλωμένοι στον ημερήσιο τύπο αλλά και σε κομματικές φυλλάδες που συνηθίζονταν στο συγκεκριμένο χώρο.
Ο μοναχικός σύντροφος, παρέα πάντα με την μπίρα του και τις σκέψεις του κοίταζε χωρίς να βλέπει το δρόμο και την κίνηση των οχημάτων. Θα ‘ταν γύρω στα εξήντα, αν και φαινόταν μεγαλύτερος για την ηλικία του, με πυκνά μαύρα μαλλιά (ασύμμετρα με την ηλικία του) , με αξύριστο πρόσωπο βγαλμένο λες από δεξαμενή μηχανέλαιων! Με χέρια γεμάτα ρόζους και χοντρός θα στοιχημάτιζες για το επάγγελμά του: νταλικέρης, φορτηγατζής, λιμενικός εργάτης …
Μεγάλωσε σ’ αυτό το σωματείο. Το σπίτι του, μόλις ένα στενό πιο κάτω, τον έβλεπε λιγότερο απ’ ότι ο μπουφετζής και οι υπόλοιποι θαμώνες του χώρου. Έμαθε από μικρός να αγαπά το Κόμμα, να πιστεύει στην κατάργηση των εθνών, στην ισότητα των ανθρώπων, στη δύναμη του μαρξισμού, στην παντοδυναμία του Στάλιν, στον παράδεισο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όλα όσα τον δίδασκαν στις Σαββατιάτικες συνάξεις κατήχησης στα ενδότερα της αριστερής ιδεολογίας. Μεγάλωσε διαβάζοντας τη μία και μοναδική αληθινή εφημερίδα του νησιού του, αγάπησε τους συμμορίτες του ΕΑΜ, λάτρευε ν’ ακούει τις ομιλίες των απεσταλμένων του Κόμματος στο Σωματείο, αφισοκολλούσε κάθε που είχε εκλογές και κάθε που πλησίαζε η Πρώτη του Μάη. Έμαθε να αποκαλεί συντρόφους όσους ψήφιζαν το Κόμμα και να μισά και να τους θεωρεί «κάτι άλλο» όσους πίστευαν και ψήφιζαν άλλο πολιτικό χώρο. Λάτρευε την «ομάδα του λαού», γύριζε από πόρτα σε πόρτα να πωλεί άλλοτε λαχεία του κόμματος και άλλοτε λαχεία του σωματείου. Έμαθε να λέει ναι ή να λέει όχι ανάλογα με τις υποδείξεις. Ένας καλός, αγνός, λαϊκός πατριώτης.
Την δική του πορεία προσπάθησε να περάσει και στα παιδιά του. Αντίθετα απ’ τον ίδιο εκείνα είχαν καλύτερη τύχη στο σχολείο. Σπούδασαν κιόλας κι αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά σχετικά εύκολα. Προς τούτο βοήθησε και το Κόμμα, αφού οι συγκυρίες το ‘φεραν ώστε να χουν πρόσβαση στην εξουσία τα «κρίσιμα» χρόνια που τα παιδιά έψαχναν για δουλειά. Χωρίς να το καταλάβει από αγνός εργαζόμενος και ανιδιοτελής λαϊκός άνθρωπος έγινε κι εκείνος μέρος του κατεστημένου, ρουσφετολάγνος, υποταχτικός στον κάθε κομματικό απεσταλμένο που ενώ εκείνος έδρεπε τις δάφνες της εξουσίας έριχνε και κανένα κοκαλάκι στα «συντρόφια» εξαγοράζοντας έτσι την αιώνια υποταγή τους.
Ούτε η διάλυση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» και το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου, ούτε οι αποκαλύψεις για τα έργα και τις ημέρες του Στάλιν και των υπόλοιπων συντρόφων στάθηκαν ικανά να αλλάξουν τη στάση του απέναντι στην ιδεολογία του. Οι άλλοι απλώς δεν εφάρμοσαν σωστά τις επιταγές του Μαρξ! Αυτά τους εξηγούσαν απ’ το Κόμμα αυτά πίστευε αν και κάτι τον έτρωγε ενδόμυχα ότι κάπου όλα αυτά δεν κολλούσαν με την πραγματικότητα. Αλλά τα παραμύθια βόλευαν τη συντήρηση των όσων έμαθε να πιστεύει. Ο κλονισμός ήλθε χρόνια αργότερα, εκ των έσω. Τότε που ανέβασαν στην εξουσία έναν άνθρωπο που για δεκαετίες έμαθαν να μισούν. Κι αργότερα όταν για πρώτη φορά ανέβηκε στην εξουσία το ίδιο το Κόμμα. Είδε την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας. Είδε μέτρια συντρόφια σε καίρια πόστα. Ψαχούλεψε την αλλαγή του προσώπου της Αριστεράς και ένιωσε την αστικοποίησή της. Ένιωσε την επαλήθευση της φράσης «φύγαν οι δεξιοί κι ήλθαν οι αδέξιοι», όταν είδε την κατρακύλα της οικονομίας και την αναβλητικότητα στη λήψη αποφάσεων. Όταν αντιλαϊκά μέτρα παίρνονταν από μια κατ΄ ευφημισμό «λαϊκή» κυβέρνηση. Κι ήλθε ο κόσμος ανάποδα όταν η φοβερή έκρηξη στον ηλεκτροπαραγωγό σταθμό του τόπου πήρε ζωές αθώων ανθρώπων και βύθισε το νησί στο σκοτάδι και την οικονομία την έθαψε στα τάρταρα. Δεν μπορούσε να φανταστεί το τι θα επακολουθούσε. Μια Αριστερά αλλοτριωμένη, αποστασιοποιημένη από όλα όσα δίδασκε και προπαγάνδιζε στα μέλη της, κοινωνικά ανάλγητη, γεμάτη σύνδρομα και πνιγμένη στις ιδεοληψίες της. Μπορεί να μην είχε ιδιαίτερη μόρφωση αλλά έμαθε να ζει τίμια, να υπηρετεί αγνά και με ανιδιοτέλεια τα πιστεύω του, να νιώθει τον πόνο του άλλου, να κοιτάζει τον καθένα στα μάτια με μια καθαρότητα που αντανακλούσε στην ψυχή του. Η ιδεολογία του αναμιγμένη με τη βαθιά θρησκευτικότητα της γριάς μάνας του τον έκανε ένα βαθυστόχαστο άνθρωπο, έντονα πολιτικοποιημένο και βαθιά ανθρωποκεντρικό. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τα όσα έβλεπε να εκτυλίσσονται γύρω του. Κι αρχικά έκανε την επανάστασή του. Έπαψε για λίγο να πηγαίνει στο Σωματείο. Αρνήθηκε να διαβάζει την κομματική εφημερίδα. Γύρισε την πλάτη στις επόμενες επισκέψεις κομματικών αξιωματούχων. Ακόμα και την «ομάδα του λαού» έβγαλε έξω απ’ την καθημερινότητά του. Ένιωσε απελευθερωμένος αλλά και μ’ ένα τεράστιο κενό μέσα του. Αλήθεια, τι του έφταιξε ο χώρος του Σωματείου; Εκεί μεγάλωσε, εκεί ένιωσε χρήσιμος και έβαλε τις βάσεις για τη μετέπειτα πορεία του στη ζωή του. Κι η ομάδα που του χάρισε τόσες χαρές σε τι έφταιγε; Αν κάποιοι την εκμεταλλεύονταν για πολιτικό όφελος η ομάδα ως ομάδα, ως ιδέα κι ως ένα σώμα ανθρώπων με κοινούς αγώνες σε τι έφταιγε; Αν κάποιοι αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, γιατί ο ίδιος θα ‘πρεπε να κλοτσήσει, να αποποιείτο παρελθόν του κι ότι αγάπησε και πίστεψε; Γιατί τα λάθη, η ανικανότητα και η απληστία των λίγων θα ‘πρεπε να ενταφιάσουν όλα όσα ήταν συνυφασμένα με την ίδια την ύπαρξη του; Μια νέα επανάσταση γεννήθηκε μέσα του. Όχι, δε θ’ άφηνε κανένα να του ξεριζώσει το παρελθόν, τις μνήμες, τις αγάπες του, τα πιστεύω του. Το Σωματείο ήταν δικό του. Δική του και η ομάδα. Δικιά του και η ιδεολογία. Άλλοι χρεοκόπησαν ιδεολογικά, πολιτικά, ηθικά. Όχι ο ίδιος.
Επέστρεψε στο φυσικό του χώρο. Εκεί που χρόνια, μετά το μεροκάματο της μέρας, άπλωνε το κουρασμένο του κορμί. Μιλούσε λιγότερο και με λιγότερους. Καθόταν ήσυχος, συνήθως απομονωμένος, έπινε τις μπίρες του, βυθιζόταν στις σκέψεις του, έριχνε καμιά ματιά στις ειδήσεις της τηλεόρασης, σιχτίριζε πολλούς από μέσα του, θυμόταν το μοναδικό εκείνο «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος», στον τάφο του Καζαντζάκη. Όταν το είδε είχε πει ότι επρόκειτο για αμπελοφιλοσοφίες. Τώρα καταλάβαινε πως επρόκειτο για ένα βαθυστόχαστο νόημα , απαύγασμα μιας πολυκύμαντης ζωής. Και τώρα και της δικής του ζωής…
10/06/2015 Γιορτή του πατέρα!
Ξύπνησε απ’ τα ξημερώματα. Όπως το συνήθιζε, χρόνια τώρα. Με αργές κινήσεις φόρεσε τις παντούφλες του και βγήκε στη βεράντα. Ένα ψυχρό αεράκι, νοτισμένο ένιωσε να διαπερνά το κορμί του. Μπήκε μέσα, έριξε πάνω του μια ρόμπα, δεν το ‘χε σε τίποτα ν’ αρπάξει πάλι κανένα κρυολόγημα. Τελευταίως έγινε πολύ επιρρεπής στις ιώσεις. Και ταλαιπωρήθηκε αρκετές φορές βασανίζοντας άθελά του και τα παιδιά του. Που μπορεί να ‘μεναν μακριά αλλά η αλήθεια έτρεχαν αμέσως μόλις ένιωθαν τον πατέρα τους άρρωστο. Γι’ αυτό όσο μπορούσε απέκρυβε απ’ αυτά κάποιες οσφυαλγίες, αρρυθμίες, αδιαθεσίες κι ότι άλλο γεροντικό τον επισκεπτόταν.
Πήρε το βιβλίο που διάβαζε αυτές τις μέρες και κάθισε όσο πιο άνετα μπορούσε στην αγαπημένη του καρέκλα. Η συντροφιά των βιβλίων ήταν κάτι που του έδινε νόημα να ζει και του γέμιζε πολύ όμορφα τις ώρες του. Δεν άφηνε βιβλίο για βιβλίο. Κάποια απ’ αυτά τα είχε διαβάσει ξανά και ξανά απ’ τα νιάτα του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αλλιώς διαβάζεις Καζαντζάκη στα είκοσι χρόνια σου κι αλλιώς τον βλέπεις και τον αντιλαμβάνεσαι στα εβδομήντα πέντε σου. Άλλη είναι η αίσθηση της ποιητικής γραφής του Ελύτη τότε κι άλλη τώρα. Αλλά και η μελέτη ιστορικών συγγραμμάτων τον έθελγε καθώς πολλά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου του, που τη βίωσε με δραματικό τρόπο όντας πρόσφυγας ο ίδιος, αποκαλύπτονταν μπροστά στα μάτια του και όλο και περισσότερο κατανοούσε τα πόσο ερασιτεχνικά είχαμε πολιτευτεί και πόσο επιπόλαια συμπεριφερθήκαμε, πολιτική ηγεσία και λαός, οδηγώντας τον τόπο στην καταστροφή.
Kυριακή ήταν. Οι καμπάνες τ’ Άη Μηνά, μεγάλη η χάρη του, είχαν κτυπήσει από νωρίς, σχεδόν ταυτόχρονα με το βόλεμά του στην καρέκλα. Σταυροκοπήθηκε και άρχισε το διάβασμα. Τον απορρόφησαν οι μηχανογραφίες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, 1967-1974, ένιωσε οργή για τους ερασιτεχνισμούς και τον μειωμένο πατριωτισμό των δικτατόρων, αλλά και τον αφελή τρόπο που πολιτεύονταν στην Κύπρο. Κι εκεί που φούντωναν τα νεύρα του οι νέες κωδωνοκρουσίες τον επανέφεραν. Ήταν ώρα ν’ αφήσει τη βεράντα και να μπει στο σπίτι. Να ετοιμαστεί και να πάει στο κυριακάτικο καταφύγιό του. Έβαλε τη μαύρη φορεσιά του με το θαλασσί πουκάμισο, πέρασε και τη ριγέ γραβάτα στο λαιμό - γαλάζια, μπλε και σκούρο μπλε – και ξεκίνησε. Στην εκκλησιά πήρε τη θέση του, στο πρώτο στασίδι, αριστερά, πολύ κοντά στον αριστερό ψάλτη. Παρακολουθούσε με προσοχή τη λειτουργία. Κάποιες φορές έκλεινε τα μάτια και ψέλλιζε μια προσευχή, κάποιες άλλες προσπαθούσε να καταλάβει τα λόγια του ιερέα και των ιεροψαλτών. Άλλοτε πάλι κοίταζε διεισδυτικά τις κινήσεις του ιερέα, των μικρών με τα εξαπτέρυγα, αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν στο ναό. Κι υπήρχαν φορές που αφηρημένος ταξίδευε νοερά στο χωριό του, μικρό παιδί παπαδάκι στην εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Με τον πάτερ Σάββα, τον φτωχό και ταπεινό ιερέα του χωριού, να ετοιμάζει με κατάνυξη τη Θεία μετάληψη, με τον γέρο Βασίλη στο ψαλτήρι ν’ αγωνίζεται να ψάλλει σε βυζαντινούς ήχους, αν και οι γνώσεις του για τη συγκεκριμένη μουσική περιορίζονταν σε ότι έμαθε πρακτικά από τον πρωτοψάλτη στη Μητρόπολη, όταν μικρό παιδί έμεινε για λίγους μήνες στην Κερύνεια μαθητεύοντας τσαγκάρης σ’ ένα συγγενή του. Έτσι φτερούγιζε η μνήμη, έτσι πετούσε η φαντασία κι ούτε που το κατάλαβε ότι η λειτουργία έφτανε στο τέλος της κι ο ιερέας λάμποντας είχε στηθεί στο Άγιο Βήμα κι έκανε την απόλυση.
Στο προαύλιο της εκκλησιάς έπιασε ψιλή κουβέντα με συνομήλικους, αλλά και νεότερους, κι εφοδιασμένος με αντίδωρο και κόλλυβα – πάντα έλεγε πως τα κόλλυβα είναι ένα πλήρες πρωινό και φρόντιζε να παίρνει ένα σακουλάκι γεμάτο στο σπίτι κάθε Κυριακή – τράβηξε για το σπίτι του. Από μακριά είδε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοικτά. Ανησύχησε. Τελευταίως ακούστηκαν πολλά για κλεψιές και τέτοια ακόμα και στο φιλήσυχο χωριό του, που τον φιλοξενεί εδώ και σαράντα χρόνια μετά την προσφυγιά. Η οικονομική κρίση δυστυχώς επηρέασε όλους και μείωσε τις ηθικές αντιστάσεις ορισμένων ανθρώπων.
Δεν δίστασε καθόλου. Άνοιξε όσο μπορούσε το βήμα του. Μα ναι, πώς δεν το σκέφτηκε; Αδιάψευστος μάρτυρας τα αυτοκίνητα κάτω απ’ τα δέντρα απέναντι από το σπίτι. Τα παιδιά του ήταν. Μα πώς μπορεί να έχουν έλθει και τα τρία του παιδιά; Αλλά και εγγόνια, καθώς τα αυτοκίνητα είχαν σχεδόν γεμίσει το άδειο οικόπεδο απέναντι απ’ το σπίτι. Δεν τον είχαν ενημερώσει. Τι τους ήλθε να βρεθούν όλοι στο χωριό; Γιορτή δεν ήταν, γενέθλια δεν είχε, τόση συγκυρία να έλθουν χωρίς συνεννόηση;
Πέρασε μέσα απ’ το κάγκελο του σπιτιού και προτού πατήσει το πόδι του στη βεράντα μπροστά στην είσοδο παιδιά κι εγγόνια, ακόμα και τα μικρούλια τα δισέγγονα πρόβαλαν χαρούμενα απ’ το σπίτι καλημερίζοντας με χαρούμενες φωνές, αγκαλιάζοντας τον πατέρα και παππού τους.
«Χρόνια Πολλά», ακούστηκαν από πολλά στόματα. «Να τα εκατοστήσεις κι ακόμα παραπάνω», συνέχισαν οι ευχές. Και να τα λουλούδια, τα δώρα σε πολύχρωμες κόλλες τυλιγμένα … Μα τι γιορτή ήταν; Γενέθλια είχε τον κουτσοφλέβαρο, ονομαστική γιορτή τα Χριστούγεννα, τρελάθηκαν; Η απορία λύθηκε σαν βγήκε μπροστά μπροστά η Μαρία-Έλενα, η μικρή δισέγγονη και με στεντόρεια φωνούλα απάγγειλε ένα ποιηματάκι:
Ποιος με παίρνει απ’ το χεράκι/ και με πάει στην εξοχή;
Ποιος μου λέει τραγουδάκι/ μου μαθαίνει προσευχή;
Ποιος μου παίρνει παραμύθια/και διαβάζουμε μαζί;
Ποιος το φόβο πάντα διώχνει/απ τα μάτια μου μπροστά,
Φύλακας και οδηγός μου / μου κρατάει συντροφιά;
Μα ποιος άλλος, ο μπαμπάς μου, φιλαράκος μου χρυσός,
Που γιορτάζει αυτή τη μέρα κι εγώ του λέω «σ’ αγαπώ»!
Μα ναι, τρίτη Κυριακή του Ιούνη σήμερα. Γιορτή του πατέρα. Και να που τα παιδιά του δεν τον ξέχασαν. Και να που άφησαν ότι άλλο κι αν είχαν, παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα κι ήλθαν να μοιραστούν αυτή τη μέρα μαζί του. Μα υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν πατέρα να νιώθει την αγάπη των παιδιών του; Αλήθεια, πόση ευτυχία θα νιώθει η αγνή ψυχούλα της γυναίκας του βλέποντας απ’ τον παράδεισο την τόση χαρά του και την οικογένεια μαζεμένη κι αγαπημένη!
Με την ανάποδη του δεξιού του χεριού έδιωξε ένα σκουπιδάκι απ’ τα μάτια του κι αφέθηκε στις γλυκές αγκαλιές των ανθρώπων του. Των δικών του, αγαπημένων ανθρώπων…
10/04/2015 Η Ανάσταση θα έλθει
Το Κοινωνικό Παντοπωλείο της πόλης άνοιγε για τους δικαιούχους γύρω στις εφτά το πρωί. Αρκετά νωρίτερα οι εθελοντές βρίσκονταν στις θέσεις τους προκειμένου να κάνουν τις τελευταίες ετοιμασίες και να υποδεχθούν τους ανέργους. Δεν ήθελαν να καθυστερούν, αφού κι ο κόσμος ήταν πολύς, ενώ αρκετοί απ’ τους εθελοντές είχαν στη συνέχεια άλλες υποχρεώσεις – επαγγελματικές ή οικογενειακές.
Ο Νικόλας βρέθηκε στο χώρο, όπως το συνήθιζε, απ’ τους πρώτους. Εθελοντής από τις πρώτες στιγμές λειτουργίας του παντοπωλείου, πρωταγωνιστής σε πολλές εκδηλώσεις συλλογής τροφίμων και χρημάτων, ένιωθε κοινωνική ευθύνη για όλους αυτούς που βρέθηκαν χωρίς δουλειά, χωρίς στήριγμα, να βολοδέρνουν με τα κύματα. Πόσες φορές, επηρεασμένος από τα πρόσωπα που έβλεπε στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε να βρισκόταν ο ίδιος στη θέση τους. Και τι θα γινόταν με τις σπουδές των παιδιών του; Πώς θα τα ‘βγαζε πέρα με τις δόσεις του σπιτιού, με τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας, με τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις; Πώς, στ’ αλήθεια τα φέρνουν βόλτα όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς νιώθει ένας οικογενειάρχης που από βασιλιάς έγινε ένας ταπεινός υπήκοος;
Μεγάλη Πέμπτη πρωί κι ο Νικόλας στοίβαζε τα τελευταία πακέτα τροφίμων. Μόλις προηγουμένως είχε βάλει σε φακέλους τα κουπόνια για το κρέας και τα αρτοποιήματα. Η προσπάθεια όλων τις προηγούμενες μέρες είχε δώσει καλά αποτελέσματα καθώς το στοίχημα ήταν να μην αφήσουν καμιά από τις δικαιούχες οικογένειες χωρίς κρέας στο πασχαλινό τραπέζι, χωρίς την πατροπαράδοτη φλαούνα, τα τσουρέκια, τα κοκκινισμένα αυγά. Η ανταπόκριση του κόσμου εξακολουθούσε να ήταν συγκινητική παρόλο που τελευταίως εμφανίστηκε κι ένα είδος κόπωσης, αφού η κατάσταση δεν έδειχνε να βελτιώνεται στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων κι η τόσο πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας δεν έλεγε να μετουσιωθεί σε πράξη. Βεβαίως, οι αριθμοί της οικονομίας άρχισαν να ευημερούν, αλλά λίγο η έλλειψη εμπιστοσύνης στις αγορές λίγο ο λαϊκισμός των πολιτικών αλλά και το γενικότερο κούμπωμα από τις συνεχείς αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων των προηγούμενων ετών, των ετών της βουλιμίας και της αρπαχτής, δεν άφηναν τον τόπο να επανεύρει ένα ρυθμό ανάπτυξης.
Λίγο μετά τις εφτά κι είχε γίνει το αδιαχώρητο έξω απ’ το παλιό κτίριο που χρησιμοποιούσε ο δήμος για τις ανάγκες του κοινωνικού Παντοπωλείου. Άντρες και γυναίκες, νέοι, μεσόκοποι και ακόμη πιο μεγάλοι σε ηλικία περίμεναν υπομονετικά. Έβλεπες στα πρόσωπά τους τη θλίψη, την απόγνωση, την ντροπή, την αίσθηση του άβολου γι’ αυτό που ζούσαν. Ποιος ξέρει τι σκέφτονταν εκείνες τις στιγμές της αναμονής; Ευγνωμοσύνη για την αλληλεγγύη που έδειχναν συμπολίτες τους; Αηδία για την ανέχεια που τους έριξαν οι αχόρταγες πολιτικές τραπεζιτών και οι πολιτικές ανικανότητας και αναβλητικότητας εκείνων που όφειλαν να προστατεύσουν αυτό το λαό; Θυμό για το δικό τους τρόπο ζωής; Τα δάνεια, τα ταξίδια, τια ακριβές αγορές, την υπερκατανάλωση; Ποιος να ξέρει… τόσοι άνθρωποι, τόσες πολλές και διαφορετικές ιστορίες!
Εκείνη η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η πιο κουραστική μέρα που θυμόταν στο Κοινωνικό Παντοπωλείο. Κόσμος που έπαιρνε το πακέτο του, τα κουπόνια που του αναλογούσαν κι έλεγε «ευχαριστώ» άλλοτε με το στόμα κι άλλοτε με τα μάτια και την έκφραση του προσώπου. Κι άλλοι που φωνασκούσαν και ζητούσαν κάτι περισσότερο προτάσσοντας τις αυξημένες ανάγκες της οικογένειάς τους.
Εγκατέλειψε το χώρο σχεδόν μεσημέρι. Το βράδυ θα πήγαινε εκκλησία. Ήταν το αποκορύφωμα του Θείου δράματος. Η δίκη του Χριστού, η καταδίκη, ο δρόμος για το Γολγοθά, η σταύρωση… Αυτό το δράμα το ζούσε με ένταση από τότε που μικρό παιδί πήγαινε στην εκκλησία του χωριού του και ντυμένος παπαδάκι συμμετείχε σ’ όλο το τελετουργικό. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου …», και στο μυαλό του έρχονταν τα θλιμμένα βλέμματα των ανθρώπων στην εκκλησία, τα κλαμένα μάτια των γυναικών, η συγκίνηση στη φωνή του ταπεινού ιερέα της κοινότητας. Ήξερε όμως πως δυο μέρες μετά θ’ άκουε δυο φορές, μια το πρωί του Σαββάτου κι άλλη μια τα μεσάνυχτα, το χαρμόσυνο νέο της Θείας Ανάστασης.
Όλο αυτό το διάστημα στο Κοινωνικό Παντοπωλείο ένιωθε ότι ζούσε, σαν θεατής και πάλι, όπως και στην εκκλησία, το ανθρώπινο δράμα των ανέργων. Μόνο που ούτε πέρσι ήλθε γι’ αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης στην καθημερινότητά τους ούτε και φέτος θα έλθει. Η δική τους ανάβαση στο Γολγοθά έχει συνέχεια. Δεν κορυφώθηκε, δεν έφτασε η μέρα της λύτρωσης. Αλλά το ξέρει, το νιώθει βαθιά μέσα του, πως χαράζει το φως και γι’ αυτούς. Θα δουν τον ήλιο να βγαίνει φωτοδότης και ζωοδότης και γι’ αυτούς και θα φτάσει και κοντά τους το λυτρωτικό μήνυμα της Ανάστασης.
28/02/2015 Καταρρέω!
Το αποχετευτικό της Πάφου όζει. Η ομοσπονδία παραπληγικών ύποπτη για ατασθαλίες, σύμφωνα με έλεγχο του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού. Οι αγελαδοτρόφοι ένοχοι για καρτέλ και χειραγώγηση τιμών, πληρώνουν βαρύ πρόστιμο. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών ελέγχουν πλήρως τις τιμές των καυσίμων. Οι πρώτοι κατηγορούμενοι για το σκάνδαλο της χρεωκοπίας της κυπριακής οικονομίας παίρνουν το δρόμο των δικαστηρίων. Στα συμβόλαια ενοικίων δημόσιων κτιρίων αποκαλύπτονται όργια απάτης. Άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά στον επικερδέστερο ημικρατικό οργανισμό του τόπου δικάζονται για μίζες και ατασθαλίες. Το κυπριακό ποδόσφαιρο καλυμμένο με οχετούς μπόχας. Αθλητικές ομοσπονδίες παραπλανούν το Υπουργείο Άμυνας για τους δικαιούχους υπηρεσιακών σημειωμάτων για έξοδο φαντάρων. Αυτός ο τόπος όπου τον αγγίξεις σε πονά, γιατί όπου σκαλίσεις έστω και λίγο ανακαλύπτεις ότι βρωμά. Ένα νησί, ένας απέραντος στάβλος του Αυγεία!
Η κατάρρευση του τόπου είναι καθολική. Σχεδόν τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Οι τελευταίες πινελιές αντίστασης είναι πλέον σε ατομικό επίπεδο. Η συλλογική ευθύνη, το κοινοτικό πνεύμα, η εθνική αντίδραση απουσιάζουν. Κανένας δεν εμπιστεύεται κανένα. Κι όποιος το κάνει έρχεται η στιγμή που απογοητεύεται οικτρά. Καθώς το ατομικό συμφέρον, η καταδολίευση του δημόσιου πλούτου, η παρείσφρηση και το ρίζωμα στο μυαλό μας της ανάγκης απόκτησης δύναμης μέσω του χρήματος ή χρήματος μέσω της δύναμης οδηγεί τα βήματά μας. Και γινόμαστε από άνθρωποι απάνθρωποι. Κι από άτομα με λογική σε άλογα όντα. Σαν μια Κίρκη να κρατούσε ένα μαγικό ραβδί και με τ’ άγγιγμά της μετάτρεψε με μιας τόσους πολλούς σε εγωπαθείς και μετρ της εξαπάτησης. Δυστυχώς, η κατάσταση κοινωνικής ανωμαλίας και η ασυδοσία σ’ όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου κατάντησε να εδραιωθεί ως αυτονόητο «κεκτημένο» και ως τέτοιο έγινε μέρος της ζωής και της συλλογικής μας κουλτούρας.
Γεμίσαμε εντιμότατους κύριους. Από ανθρώπους με αυτοπεποίθηση, δυναμισμό και κύρος που απορρέει από τη μορφή εξουσίας που κατέχουν, τη μάρκα αυτοκινήτου που οδηγούν, τα γυμναστήρια που επισκέπτονται, τα εστιατόρια που συχνάζουν, τις δωρεές που κάνουν με εμφανή τρόπο για να θαυμάζονται, απ’ τα ταξίδια που πηγαίνουν κι απ’ τα ψώνια που κάνουν. Εντιμότατοι κύριοι υπεράνω υποψίας. Που ξαφνικά από μισθωτοί βρέθηκαν με εκατομμύρια στους προσωπικούς τους λογαριασμούς, με πολυκατοικίες στο εξωτερικό, με πολυβάλβιδα αυτοκίνητα και με έκλυτη βιωτή δυσθεόρατου οικονομικού κόστους.
Κι η κατάρρευση του τόπου δεν μένει ως εδώ. Ο εφιάλτης της κοινωνικής μας διάλυσης συνεχίζεται και επεκτείνεται. Ακόμη και φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι της καθημερινής βιοπάλης συναγωνίζονται τα μεγάλα ψάρια με τον δικό τους τρόπο. Με την προσαρμογή τους στη νέα τάξη πραγμάτων, την προσπάθειά τους να γλείψουν τους «εντιμότατους» και να γίνουν υποτακτικοί τους, με την αέναη προσπάθειά τους να ξεγελάσουν, να εξαπατήσουν, να ικανοποιήσουν το θυμικό τους γιατί κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν απ’ τον τροχονόμο, να αισχροκερδήσουν μερικά ευρώ στο ζύγισμα των ζαρζαβατικών, να εξοικονομήσουν πενταροδεκάρες μειώνοντας την ποιότητα της προσφερόμενης εργασίας τους, να τεμπελιάσουν μερικά λεπτά χρεώνοντας όμως το μεροκάματο, να απολύσουν τον επί είκοσι χρόνια υπάλληλο ελέω … κρίσης αλλά την επομένη να του προτείνουν επαναπρόσληψη με συμβόλαιο εργασίας στο ένα πέμπτο του πρότερου μισθού, να εισπράξουν λεφτά και μετά να κάνουν την πάπια, να χρησιμοποιήσουν με δολιότητα εισοδήματα της μικρής τους εταιρείας εξασφαλίζοντας προσωπική περιουσία – έστω και μικρή – ξεγελώντας τον καημένο το συνέταιρο – έστω κι αν είναι εξ αίματος συγγενής, να δηλητηριάζουν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων – ακόμη και αδελφιών – με συνεχή ψεύδη προκειμένου να καλύψουν τις δικές τους μπαμπεσιές! Μικρά καθημερινά απατεωνάκια και απατεωνίσκοι σε κάθε γωνιά, σε κάθε σπίτι, σε κάθε συναλλαγή της ζωής μας.
Καταρρέω, καταρρέεις, καταρρέουμε! H αίσθηση ντροπής χάθηκε. Απονομή δικαιοσύνης δεν υπάρχει ή εκεί και όπου ενεργοποιείται απονέμεται επιλεκτικά. Η «αιδώς και η δίκη» αγνοούνται. Μαζί αγνοείται και η συγκρότηση της κοινωνίας της επικοινωνίας και του κοινοτικού πνεύματος. Όταν ο Δίας ρωτήθηκε απ’ τον Ερμή σε ποιους να διαμοιράσει την αιδώ και τη δικαιοσύνη, ο πατέρας των Θεών, κατά τον Πρωταγόρα ήταν κάθετος: «Σε όλους και όλοι να ‘χουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ΄ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης». Δεν θα υπήρχαν πόλεις, λοιπόν, αν η αιδώς και η δίκη δεν ήταν κτήμα όλων. Άραγε τι πόλη, τι κράτος αφήκαμε να λειτουργεί έτσι όπως η κατάρρευση κάθε ίχνους ντροπής και δικαιοσύνης έγινε το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου βίου μας; Πώς αφέθηκαν τόσοι πολλοί να μολύνουν τον τόπο ως αρρώστια ανίατη και ως επιδημία που κανείς δεν βρίσκει τον τρόπο να αναχαιτίσει; Θεέ μου, δώσε μας πίσω την αιδώ και τη δίκη, είναι ίσως τα σημαντικότερα αγαθά που επείγει ν’ αποκτήσουμε.
18/01/2015 Boxing Day και το Mayday του κυπριακού ποδοσφαίρου
Συναντήθηκε με τη γνωστή παρέα για κουβέντα, λίγο κρασί ή μπίρα και φυσικά την αγαπημένη τους ενασχόληση. Ποδόσφαιρο! Επομένη των Χριστουγέννων ήτανε και στην Αγγλία όλοι ασχολούνταν με τα τοπικά ντέρμπι του πρωταθλήματος. Κι οι τέσσερις φίλοι βρέθηκαν στο αγαπημένο τους στέκι ν’ απολαύσουν μπάλα με γνωστές, αγαπημένες ομάδες, έστω και βρετανικές! Εξάλλου, με το αγγλικό ποδόσφαιρο γέμιζαν τα βράδια τους κάθε Πέμπτη σαν ήτανε παιδιά – δεκαετίες πριν!- και περίμεναν πώς και πώς να παρακολουθήσουν στο ΡΙΚ στιγμιότυπα από αληθινό ποδόσφαιρο.
Ήτανε μια ξεχωριστή ποδοσφαιρική μέρα για τους φλεγματικούς Εγγλέζους, η λεγόμενη boxing day, όπου έβλεπες οικογένειες ολόκληρες ντυμένες στα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας να πηγαίνουν στο γήπεδο.
Ο ίδιος είχε γνωρίσει την ατμόσφαιρα των αγγλικών γηπέδων, τότε που ζούσε στο Λονδίνο δουλεύοντας σε παράρτημα τράπεζας. Κι είχε νιώσει τον παλμό του κόσμου τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων. Ένα πανηγύρι ήτανε. Χρώματα, φωνές, χαρούμενα πρόσωπα, άφθονη μπίρα, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός, ζητωκραυγές, εναλλαγή συναισθημάτων… Απ’ όλα είχε ο μπαξές. Στα πέντε χρόνια που έζησε εκεί κατάλαβε πολύ καλά πόσο όμορφο άθλημα είναι το ποδόσφαιρο, όταν παίζεται με όρους παιχνιδιού και όχι με τους όρους της απάτης και της λαμογιάς.
Οι φίλοι βρίσκονταν ήδη στο γνωστό τους στέκι. Ευχές για «χρόνια πολλά», πειράγματα, γέλια, παραγγελίες για τα ποτά και τα τσιμπήματα, προβλέψεις για τα ματς που θα παρακολουθούσαν …
Στην εξέλιξη των παιχνιδιών είδαν πράματα και θάματα. Φαβορί να κατακρημνίζονται, θεαματικές εναλλαγές στα σκορ, απίστευτα γκολ, κόσμο εκστασιασμένο να πανηγυρίζει, να απογοητεύεται, να χαίρεται, να χειροκροτά. Διαιτητές που κανείς δεν ασχολείτο μαζί τους αλλ’ ούτε κι οι ίδιοι έδιναν δικαιώματα για μεμψιμοιρίες. Ένα φεστιβάλ ποδοσφαιρικής πανδαισίας σε κάθε γήπεδο, σε κάθε εξέδρα…
Μοιραία, το θέαμα που παρακολουθούσαν τους έδωσε την αφορμή για συγκρίσεις, αναλύσεις και συμπεράσματα. Για τα δικά μας γήπεδα, τη δική μας νοοτροπία, το δικό μας ποδόσφαιρο. Τους δικούς μας πρωταγωνιστές των γηπέδων που δεν είναι άλλοι παρά οι διαιτητές αλλά και γραφικοί, ματσωμένοι, άξεστοι παράγοντες, εραστές του τζόγου σε κάποιες περιπτώσεις ή βασιλιάδες της νύχτας σε άλλες. Το δικό μας ποδοσφαιρικό επίπεδο με τις συνεχείς καθυστερήσεις σ’ έναν αγώνα, με το μέτριο θέαμα, με τις άδειες ή μισοάδειες κερκίδες, τις συνεχείς διακοπές ελέω καπνογόνων και άλλων αντικειμένων από τις κερκίδες. Ένα ποδόσφαιρο σε πλήρη αποσύνθεση, απαξιωμένο από κάθε σοβαρό άνθρωπο, πιστό αντίγραφο της ίδιας της παραπαίουσας κυπριακής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που μοιάζει με σκισμένη αφίσα. Με πρωταγωνιστές τη γενιά του πολέμου, μια γενιά που έπαθε αλλά δεν έμαθε. Πούλησε την ίδια την ψυχή της στο χρήμα και έβαλε τα όνειρα των παιδιών της υποθήκη. Που έστησε ένα σαθρό οικονομικό οικοδόμημα και καταλήστευσε τους ανυποψίαστους και αθώους βιοπαλαιστές. Ένα οικοδόμημα που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ούτε στην πολιτική ούτε στην κοινωνική ζωή. Που διάβρωσε συνειδήσεις, που εξαγόρασε ιδεολογίες.
Αυτά επικράτησαν στις συζητήσεις ανάμεσα στους φίλους γιορτάρα μέρα. Μια μέρα που ξεκίνησε με τόση χαρά και τόσο ενθουσιασμό, καθώς παρακολουθούσαν τους συναρπαστικούς αγώνες της boxing day αλλά που εξελίχθηκε σε χαρμολύπη, καθώς η συνειδητοποίηση του πώς λειτουργούν τα πράγματα στον τόπο τους, ακόμα και στο ποδόσφαιρο, τους έκανε να νιώσουν ένα τσίμπημα στο μέρος της καρδιάς: λύπης αλλά και ζήλιας καθώς οι ίδιοι δεν έβλεπαν πώς θα μπορούσε να ζήσουν οικογενειακές στιγμές χαράς και ξεγνασιάς σ’ ένα κυπριακό γήπεδο. Αλλά και σε τι γήπεδο θα μπορούσε μια οικογένεια να περάσει ευχάριστα ένα απόγευμα; Στα γήπεδα με τις κερκίδες της ντροπής; Με τις τουαλέτες που αηδίαζες και να τις πλησιάσεις; Με τις ανύπαρκτες καφετέριες; Με την ακρίβεια στις καντίνες; Με την έλλειψη και του πιο στοιχειώδους ίχνους σεβασμού στο θεατή-πελάτη;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ούτε που πρόσεξαν πως το σκορ στο τοπικό λονδρέζικο ντέρμπι που παρακολουθούσαν είχε φτάσει στο εκπληκτικό 5-3! Συνέχισαν την πάρλα, κατέβασαν από ένα ακόμη ποτήρι – άλλοι μπίρα κι άλλοι κρασί – και χώρισαν για να επιστρέψουν στο τσαρδί τους. Επόμενο ραντεβού τους σε τρεις μέρες για να ζήσουν και πάλι ποδοσφαιρικές στιγμές μαγείας. Αυτές που η δική τους ποδοσφαιρική ομοσπονδία αποτυγχάνει παταγωδώς να τους προσφέρει…
23/12/2014 Kόλακες και κριτικοί …
Είναι προτιμότερο να βρεθεί κανένας ανάμεσα σε κόρακες, παρά σε κόλακες, γιατί οι πρώτοι καταστρέφουν το σώμα του πεθαμένου, ενώ οι δεύτεροι την ψυχή του ζωντανού. - Αντισθένης
Πόσοι όμως αντιλαμβάνονται την πιο πάνω σοφή ρήση; Πόσοι από εκείνους που έχουν γύρω τους μια αυλή κολάκων, άτομα χωρίς ηθικούς φραγμούς, συχνά με προσωπικές ατζέντες κατανοούν την παγίδα στην οποία εγκλωβίζουν τη σκέψη τους, τις ενέργειές τους, τις αποφάσεις τους; Είναι σε θέση να ξεχωρίζουν πως η κολακεία είναι η δύναμη των μικρών και κενόδοξων και την ίδια ώρα η αδυναμία όσων αφήνονται στα πλάνα χέρια της;
Η παθογένεια πολλών πολιτικών προσώπων, δημοτικών αρχόντων και ανθρώπων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασκούν μια μορφή εξουσίας – πολιτική, εκκλησιαστική, διοικητική, στρατιωτική κλπ – είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν στην καλοπροαίρετη κριτική και τον έλεγχο. Ζώντας με τη συνήθεια της κολακείας σ’ ένα περιβάλλον συνεχούς προστασίας απ’ τους αυτοανακηρυσσόμενους συμβούλους και συνεργάτες τους δεν μπορούν να αποδεχτούν πως είναι δυνατό να δέχονται έλεγχο και κρίσεις για αποφάσεις και πράξεις τους. Δείγμα κι αυτό της αδυναμίας τους να ξεχωρίζουν εκείνους που πραγματικά καταθέτουν το γνήσιο ενδιαφέρον τους και την αγωνία τους να πάρουν τα πράγματα μπροστά από εκείνους που απλώς έμαθαν μόνο να χειροκροτούν για να φαίνονται αρεστοί. Που έστω κι αν ο βασιλιάς είναι γυμνός εκείνοι εξακολουθούν να παινεύουν τα όμορφα ρούχα του! Αδυναμία που δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν πως ο ψεύτικος έπαινος είναι επιζήμιος, ενώ ο δίκαιος έλεγχος είναι το λιπαντικό που θεριεύει τη μηχανή και την προωθεί σε απρόσκοπτη κίνηση.
Σε κάθε περίπτωση οι πραγματικοί φίλοι αποφεύγουν τον συχνό και άσκοπο έλεγχο από τη μια, ενώ από την άλλη δεν φείδονται κριτικών και δίκαιων ελέγχων σε κάθε τι πραγματικά στραβό και ανάποδο. Γιατί ακριβώς ξέρουν πως μόνο με διακριτική κριτική, επενδυμένη με την πραγματική αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον θα κινητοποιήσουν τους φίλους τους στο δρόμο των σωστών και σοφών αποφάσεων. Γνωρίζουν, οι σωστοί φίλοι, τα λόγια-χρυσάφι του Αμερικανού πολιτικού Φρανκ Κλαρκ, πως «Η κριτική, όπως η βροχή, πρέπει να είναι αρκετά ευγενική για να βοηθήσει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου και όχι να καταστρέψει τις ρίζες του». Μακάρι αυτά τα λόγια να τα γνώριζαν ή αν τα γνώριζαν μακάρι να τα πίστευαν οι αποδεχόμενοι τους άκριτους επαίνους και τα διαρκή χειροκροτήματα των αυλοκολάκων. Τότε θα ήταν σε θέση να διαγνώσουν όλους όσους τους περιτριγυρίζουν και αντλούν συνεχώς από τη δύναμη εξουσίας ή χρήματος που έχουν. Θα ‘ταν τότε σε θέση να μπουν στο νόημα των σοφών λόγων του κυνικού φιλόσοφου Διογένη που όταν ρωτήθηκε ποιο από τα άγρια θηρία δαγκώνει πιο άσχημα είπε: Από τα άγρια ο συκοφάντης και από τα ήμερα ο κόλακας.
Στις μέρες μας δεν είναι λίγες οι φορές που η αδυναμία ανθρώπων που κατέχουν αξιώματα – αλλά σε έναν τόπο που ευδοκιμεί η μετριοκρατία είναι συχνά κάτοχοι τέτοιων θώκων – περιβάλλονται από σαλιγκάρια και ανθρωπάκια δίχως ειδικό βάρος μεν αλλά με γλωσσικό βάρος και μέγεθος δε! Και κολακεύονται και νιώθουν μια γλυκιά ηδονή στ’ αυτιά σαν ακούνε απ’ τα στόματα των αυλικών τους λόγια θαυμασμού και προτροπές για συνέχιση της πορείας που ακολουθούν, έστω και αν αυτή η πορεία είναι αδιέξοδη. Και το πιο τραγικό; Οι αξιωματούχοι αυτοί αδυνατούν να διακρίνουν εκείνους που πραγματικά γνοιάζονται και πονούν και αγωνιούν να βοηθήσουν, να καταθέσουν τεκμηριωμένο λόγο, να αρθρώσουν αντίλογο με επιχειρήματα. Και γίνονται στόχος αρνητικών σχολίων και χλεύης και οδηγούνται στην απομόνωση, αφού προς τούτο φροντίζουν ιδιαιτέρως οι αυλοκόλακες, που βλέπουν στα άτομα της ανιδιοτέλειας και της καθάριας σκέψης τον εχθρό που πρέπει να συντρίψουν. Γιατί, όπως είπε κι ο Ναπολέων Βοναπάρτης «Οι επιδέξιοι κόλακες συνήθως είναι όχι και λιγότερο επιδέξιοι συκοφάντες».
Και το ακόμη πιο τραγικό; Οι δεχόμενοι τις κολακείες και τις θωπείες των γύρω τους καταλήγουν εγωπαθείς κι ο εγωισμός τους αποδεικνύεται πλέον ο μεγαλύτερος και πιο επιζήμιος κόλακας. Γιατί κανένας δεν μπορεί να κολακεύσει πιο επιδέξια, δυνατά και ανεξίτηλα όσο ο εγωισμός κάποιου. Ο εγωισμός μετατρέπεται εκείνον που τον έχει σε άτομο που αδυνατεί να κάνει αυτοκριτική, αδυνατεί να διακρίνει την ομίχλη στο δρόμο που ακολουθεί ή τον ύφαλο στην πορεία του καραβιού της ζωής του ή της υπηρεσίας που οδηγεί. Σε έναν τυφλό εγωπαθή που ζει σε μια ψευδαίσθηση. Και που απότομα ξυπνά σαν τα φώτα της εξουσίας, του θώκου, της όποιας ισχύος σβήσουν, οπόταν και τα ξωτικά της κολακείας αποσύρονται για ν’ αναζητήσουν σωσίβιο συνέχισης της ροής των σιελογόνων αδένων τους στο επόμενο αδύναμο θύμα της εξουσίας.
15/12/2014 Ένα μάθημα απ’ τον Χαλίτ…
Η νιόφερτη διευθύντρια μέρες, βδομάδες τώρα προσπαθούσε να διαγνώσει τις πραγματικές ανάγκες και προβλήματα των μαθητών της. Σ’ ένα σχολείο με περισσότερα από διακόσια παιδιά προερχόμενα από είκοσι διαφορετικές χώρες, ένα πολυπολιτισμικό σμάρι χελιδονάκια, όλα γελαστά και αθώα αλλά από διαφορετικά οικογενειακά και οικονομικά περιβάλλοντα.
Η οικονομική κρίση που βίωνε ο τόπος τα τελευταία χρόνια έριξε πολλές οικογένειες στη φτώχεια. Αλλά και η έλευση στον τόπο πολλών οικονομικών μεταναστών, αλλά και πολιτικών προσφύγων, έφερε κι άλλη οικονομική μιζέρια να φωλιάσει σε καινούριες οικογένειες που σαν κυνηγημένες βρέθηκαν σ’ έναν ξένο τόπο προσπαθώντας να κερδίσουν την επιβίωσή τους. Μια ανέχεια που δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις αντανακλούσε στην καθημερινότητα και τη σχολική ζωή των παιδιών. Ήταν για να θαυμάζει κανείς την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζαν τόσοι άνθρωποι τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Τον αγώνα τους να μη φανεί μέσω του παιδιού τους η οποιαδήποτε αρνητική αλλαγή στην κατάστασή τους.
Μα ήταν και φορές που – κυρίως – κάποιες μητέρες δεν άντεχαν και ξεσπούσαν στο γραφείο της διευθύντριας με λυγμούς σαν έφταναν στο σημείο να της πουν πως δεν έστειλαν το παιδί τους σχολείο την περασμένη βδομάδα, γιατί δεν είχαν λεφτά για βενζίνη ή γιατί το παιδί δεν ένιωθε καλά που δεν μπορούσε να πληρώσει το αντίτιμο για τη σχολική εκδρομή. Αυτά τα μικρά καθημερινά ανθρώπινα δράματα την προβλημάτιζαν, ακουμπούσαν και την τελευταία ανθρώπινη χορδή της έτσι κι αλλιώς ευαίσθητης ψυχής της.
Για όλα τούτα μίλησε ξανά και ξανά με τους συναδέλφους της στο σχολείο κι όλοι μαζί έδωσαν ιδιαίτερη σημασία να παρακολουθούν διακριτικά κάθε παιδί, πώς άλλαζε η συμπεριφορά του, πώς αντιδρούσε τα διαλείμματα, αν πήγαινε ποτέ στο κυλικείο ή όχι, αν έφερνε ή όχι φαγητό απ’ το σπίτι … Και κάπως έτσι, αλλά και με τη συχνή επικοινωνία με τους γονείς, φρόντισε να ‘χει πλέον μια καθαρή εικόνα για τις πραγματικότητες των παιδιών και τις ανάγκες τους.
Τώρα πια ο αγώνας της επικεντρωνόταν στο πώς θα βοηθούσε όλα αυτά τα παιδιά, πώς θα τα στήριζε για να κάνει όσο πιο ανώδυνη γινόταν την κρίση για τα ίδια και την ομαλή παιδική τους ζωή. Φιλανθρωπικές οργανώσεις Σύνδεσμος Γονέων, Εκκλησιαστική Επιτροπή, επιχειρήσεις στην κοινότητα και άτομα με κάποια οικονομική επιφάνεια τα έκανε φύλλο και φτερό. Επισκέψεις, τηλεφωνήματα, επιστολές… Εκδηλώσεις στο σχολείο και έξω από αυτό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, παιχνιδιών, τροφίμων … Μέσα από ένα δίχτυο ανθρώπων και εκδηλώσεων μπόρεσε να δώσει χαρά και ανακούφιση σε δεκάδες παιδιά και οικογένειες του σχολείου της. Πώς θα μπορούσε να λογιέται δασκάλα και άνθρωπος, αν αγνοούσε αυτό τον κοινωνικό ρόλο και ασχολείτο αποκλειστικά με το διδακτικό έργο του σχολείου; Και πώς θα υλοποιούσε τους υψηλότερους σκοπούς του σχολείου αν δε δίδασκε με το παράδειγμά της, με τις ευαισθησίες της, με το ενδιαφέρον της; Το σπουδαιότερο σ’ αυτό τον αγώνα ήταν η ευαισθητοποίηση τόσων και τόσων ανθρώπων. Τα ευγενικά αισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια. Ο κρυμμένος θησαυρός που είχαν πολλοί άνθρωποι γύρω της – γνωστοί και άγνωστοι – βρήκε την ευκαιρία να λάμψει. Και μέσα από τη λάμψη του να δώσει χαρά και ελπίδα στα παιδιά που τα ίδια είναι η ελπίδα για το αύριο του τόπου μας.
Ένα παιδί, πολιτικός πρόσφυγας, με μεγάλα μαύρα μάτια στην Πέμπτη τάξη της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Με την ταπεινότητά του, την ευγένεια και την ντροπαλότητά του κάθε φορά που κάποιο δώρο του πρόσφερε από τα όσα μάζευε για τους άπορους του σχολείου. Η Σύρια μητέρα του ερχόταν συχνά στο σχολείο και με δάκρυα στα μάτια την ευχαριστούσε και για το πιο μικρό χάρισμα που της έδιναν. Ο πατέρας πέρασε μια μέρα για να προσφερθεί όποτε χρειαστεί το σχολείο μικροδουλειές – μπογιατίσματα, ξεβοτάνισμα – σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να αποτινάξει απ’ τους ώμους του τη βαριά υποχρέωση που ένιωθε. Ποιος να ξέρει τι ζωή έκανε σε καιρούς ειρηνικούς στη χώρα του; Κάτω από ποια όνειρα έκανε γάμο και οικογένεια; Πώς προγραμμάτιζε το μέλλον των παιδιών του; Και πώς ήλθαν όλα τούμπα σαν μίλησαν τα όπλα αντί η λογική; Σαν οι άνθρωποι θυμήθηκαν το κτήνος που ζει μέσα τους και το άφησαν να πνίξει κάθε ευαισθησία και κάθε ανθρωπισμό τους. Ποιος ξέρει με πόσα βάσανα και με πόσες εκδουλεύσεις κατάφερε να βρει μια θέση για τον ίδιο και την οικογένειά του σε κάποιο σαπιοκάραβο προκειμένου να απομακρυνθούν από την κόλαση του πολέμου;
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα η διευθύντρια με τους συναδέλφους της στο σχολείο μοίρασαν δωροκουπόνια, τρόφιμα, παιχνίδια σε πολλά παιδιά και οικογένειες. Το μάτι της πήρε ένα σακάκι που εδώ και δυο μήνες παρέμενε ξεχασμένο και αζήτητο στο σχολείο. ΄Οσο κι αν το έψαξαν δεν βρέθηκε κανένα παιδί να το αναγνωρίζει για δικό του. Κοίταξε το σακάκι, που φαινόταν σχεδόν καινούριο, είδε ξαφνικά τον μικρό απ’ τη Συρία να περνά από μπροστά της κι αμέσως της φάνηκε πως ήταν κομμένο ραμμένο για το μικρό Χαλίτ. Τον κάλεσε να πάει κοντά της, τον έβαλε να φορέσει το σακάκι, του είπε πόσο ωραία φαινόταν πάνω του και του ‘πε να το κρατήσει. Ο μικρός Χαλίτ, την κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του και πριν της ψελλίσει «ευχαριστώ» το ‘χε κιόλας πει με την έκφρασή του.
Την επόμενη μέρα, τελευταία μέρα πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, πρωί πρωί ο Χαλίτ διάβαινε την πόρτα του γραφείου της. Προτάσσοντας το χέρι του έδινε στη διευθύντρια εξήντα ευρώ! Με τα σπασμένα του Ελληνικά τον άκουσε να της λέει:
- Κυρία, αυτά ήταν μέσα στο σακάκι που μου δώσατε χτες. Ο πατέρας είπε ανήκουν σε κάποιο άλλο παιδί, που είχε το σακάκι, και μπορεί να τα έχει ανάγκη. Πάρτε να του τα δώσετε!
Τα δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια της ήταν το επιστέγασμα των όσων συγκινητικών έζησε τους πρώτους τρεις μήνες στο καινούριο της σχολείο. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν τη γέννηση του Χριστού ο μικρός Χαλίτ και η οικογένειά του, οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι πάμφτωχοι, που κανείς δεν ξέρει αν θα είχαν λίγο κρέας για το τραπέζι των παιδιών έφεραν το μήνυμα της Γέννησης πρόωρα στο γραφείο εκείνο της διευθύντριας. Και την έκαναν να νιώσει πως μπορεί κάθε μέρα, μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες, να ζούμε Χριστούγεννα. Γιατί καθημερινά όλο και κάπου γεννιέται ο μικρός Χριστός!
22/11/2014 Ένας άλλος λαός…
Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση, και δη στους καιρούς της ανέχειας, είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.
(Από το λόγο του Οδυσσεά Ελύτη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης κατά την τελετή απονομής σ’ αυτόν του βραβείου νόμπελ λογοτεχνίας το 1979)
«Η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας». Σπουδαίος λόγος από ένα σπουδαίο λογοτέχνη κι Έλληνα. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά ο λόγος αυτός του Ελύτη ακούεται πιο σύγχρονος από ποτέ. Στα χρόνια της ανέχειας, της κάθε είδους κρίσης που βιώνει ο Ελληνισμός, στα δικά μας χέρια εξακολουθεί να βρίσκεται η προοπτική αναγέννησης του τόπου. Από εμάς εξαρτάται η αλλαγή πλεύσης, η συνειδητοποίηση του πολιτισμικού μας πλούτου, η γνώση της ιστορικής μας συνείδησης, η στροφή στην πνευματική διάσταση της ζωής μας.
Μάθαμε να ζούμε με μια επίπλαστη ευμάρεια στηριγμένη σε ξένα δάνεια που τόσο εύκολα διαφημίζονταν παντού και προσφέρονταν υπό μορφή πιστωτικών καρτών, τουριστικών δανείων, στεγαστικών, δανείων απόκτησης αυτοκινήτου, τέλεσης γάμου (χλιδάτου εννοείται πάντα), σπουδαστικών, απόκτησης επίπλων (των πιο ακριβών, εννοείται) κ.ο.κ. Μέσα στον ψεύτικο κόσμο που κτίσαμε γύρω μας χάσαμε τον εαυτό μας, ξεχάσαμε τις ρίζες μας, απωλέσαμε την απλή, αυθεντική ζωή. Στις δεκαετίες που πέρασαν από την τούρκικη εισβολή αφεθήκαμε στη θεοποίηση του πλούτου και επιτρέψαμε την καθολική αλλοτρίωσή μας. Τοξικομανείς της ευμάρειας πλέον επιδοθήκαμε σε έναν άκρατο νεοπλουτισμό και σε μια επιδειξιομανία άνευ προηγουμένου. Η απόκτηση μόνιμης στέγης, προσωπικού μέσου διακίνησης, ρούχων, τσάντων, υποδημάτων αναδείχθηκαν σε στοιχεία καθημερινής επίδειξης. Το ίδιο και τα ταξίδια αναψυχής με ολοένα και νέους προορισμούς να εμπλουτίζουν το μακρύ κατάλογο των επιλογών μας. Ώσπου, ήλθαν οι μέλισσες. Και μας τσίμπησαν αφήνοντάς μας το ενοχλητικό τους κεντρί. Για να μας θυμίζει από πού ξεκινήσαμε και πού οδηγηθήκαμε εν τέλει; Να μας αναμοχλεύει το νου και να οδηγεί τα βήματά μας προς άλλη κατεύθυνση από εκείνη που τέσσερις δεκαετίες τώρα ακολουθούσαμε. Για να εννοήσουμε αυτό που τόσο εύστοχα είπε ο μεγάλος Ελύτης και πάλι. Πως από ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος!
Έτσι απλά. Από ένα τίποτα. Από τις λιτές εκείνες νύχτες του καλοκαιριού που ανάβλυζαν καλοσύνη και ανθρώπινη επικοινωνία καθώς μοιραζόμαστε, συγγενείς, φίλοι και συγχωριανοί, το γέλιο στις αυλές των σπιτιών κάτω από τις κληματαριές. Από τα χριστιανικά μας πανηγύρια που μύριζαν τάματα στον άγιο ανάμεικτα με τα ντόπια προϊόντα που πωλούσαν οι μικροπωλητές. Από τους ευωδιαστούς κήπους και τα στενά με το βασιλικό, το δυόσμο και το γιασεμί στην είσοδο της κάθε αυλής. Από τον ήχο της καμπάνας που στο άκουσμά της ξέραμε ποιανού αγίου ήταν η γιορτή ή ποιος συγχωριανός είχε αναχωρήσει από τον κόσμο έτσι καθώς γνωρίζαμε την κατάσταση του καθενός. Από τη χαρά της παρασκευής του κρασιού και της σταφίδας, της παραγωγής του λαδιού και της μαύρης ή της πράσινης ελιάς. Από τη βόλτα στα χωράφια αμέσως μετά τη βροχή για να μαζέψουμε μανιτάρια ή σαλιγκάρια. Από το τρικούβερτο γλέντι στους γάμους ή τους αρραβώνες συγγενών και φίλων. Μέσα από όλα αυτά τα καθημερινά, τα τόσο ανθρώπινα, λιτά και ανέξοδα είχαμε τον παράδεισο στα χέρια μας, στα πόδια μας, στην ποδιά μας. Κι ύστερα;
Κι ύστερα η εισβολή πέρα από την εδαφική μας συρρίκνωση, τους νεκρούς και αγνοούμενούς μας, την ορφάνια και όσα άλλα χάσαμε ανέτρεψε την ίδια τη ζωή μας καθώς διέρρηξε τον κοινωνικό ιστό, διέλυσε το κύτταρο της ίδιας της κοινωνίας που είναι η κοινότητα, έτσι καθώς διαλύθηκαν ολόκληρα χωριά κι οι άνθρωποί τους σκόρπισαν σ’ όλο το υπόλοιπο νησί. Η πίκρα για όσα χάθηκαν κι η απόγνωση έγινε προσπάθεια να κατευνάσουν μέσα από την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία που στη συνέχεια πήρε μορφή χιονοστιβάδας και αναδείχθηκε σε νόημα ζωής. Έτσι, ξεχάσαμε και ξεχαστήκαμε. Παραμερίσαμε κάθε πνευματικό αγώνα, αλλοτριωθήκαμε πολιτισμικά, εξαγοραστήκαμε ιδεολογικά, χειραγωγηθήκαμε πολιτικά.
Ωστόσο, ήλθε η οικονομική κρίση να μας βγάλει από το λήθαργο, να μας υποδείξει την ανάγκη αποτοξίνωσης από το ναρκωτικό του καταναλωτισμού, να ανακαλύψουμε και πάλι τη χαρά της ζωής στα απλά και καθημερινά. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται ένας άλλος εαυτός, ένας άλλος λαός. Που αντιστέκεται στην ισοπέδωση, που σκέπτεται, που επικοινωνεί, που δείχνει αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό, που επαναβρίσκει την αυτογνωσία που έχασε, που γελά, που δημιουργεί, που δείχνει σεβασμό στη φύση και στα ζωντανά της, που αντιδρά σε κάθε ανορθόγραφη συμπεριφορά που εμφανίζεται σ’ αυτή την κοινωνία. Αυτός ο άλλος λαός είναι και η ελπίδα για την αναγέννηση του τόπου…
02/11/2014 Δρυός πεσούσης…
Η άσκηση εξουσίας – είτε μέσω πολιτικής δύναμης είτε οικονομικής επιφάνειας είτε έντονης δημοσιότητας λόγω καλλιτεχνικών ή αθλητικών ή άλλων επιδόσεων – οδηγεί συχνά πολύ κόσμο στο περιβάλλον του κατέχοντα την εξουσία. Είναι ίδιον του ανθρώπου να επιδιώκει να βρίσκεται κοντά σ’ εκείνους που έχουν δύναμη. Έτσι πιστεύουν ότι αντλούν κι εκείνοι από τη δύναμη εξουσίας που κατέχουν οι περί ου ο λόγος ασκούντες εξουσία. Ή ότι μέρος της αίγλης του αστέρα αντανακλά και στους ίδιους.
Ηδονίζονται να μιλούν σε συνάξεις φίλων για κάτι που έκαναν ή είπαν με τον τάδε (αναφέροντάς τον με το μικρό του όνομα) ή να περιγράφουν κάποια έξοδο με τον ή τη δείνα (να και πάλι το μικρό όνομα του πολιτικού, του επιχειρηματία, του καλλιτέχνη). Και βεβαίως δυσκολεύεσαι λίγο να αντιληφθείς πως όταν στην κουβέντα απάνω ρίχνουν το μικρό ή υποκοριστικό όνομα κάποιου εννοούν τον πρόεδρο του κράτους ή ενός κόμματος ή κάποιου βουλευτή, δημάρχου, τραγουδιστή κ.ο.κ. Τους βλέπεις σε συνεντεύξεις – αν πρόκειται για καλλιτέχνες μικρής εμβέλειας – να μιλούν για τη φιλία τους με τον Μάνο και να εκστασιάζονται. Κι εννοούν τον Χατζιδάκι κι είναι αμφίβολο αν αντάλλαξαν με τον μεγάλο μουσουργό μια απλή κουβέντα κάποτε! Η αίγλη όμως του μεγάλου συνθέτη ξέρουν πως δίνει αξία στη δική τους περιορισμένη ή ανύπαρκτη αξία. Με τον ίδιο τρόπο άλλοι αναφέρονται στη στιχομυθία τους που είχαν (;) με κάποιο τέως πρόεδρο ή άλλο ηγέτη που βεβαίως πλέον δεν είναι στη ζωή για να ξέρουμε, αν όντως έγινε μια τέτοια στιχομυθία!
Είναι κάποιοι που έτσι και απευθύνουν ένα «γεια» σ’ έναν πολιτικό ή καλλιτέχνη που έτυχε να τον δουν σε μια συγκέντρωση ή σε μια παράσταση κλπ νομίζουν πως έχουν γίνει και αυτοκόλλητα φιλαράκια. Και κατορθώνουν με το πες και πες κάποια πράγματα να πιστέψουν κι οι ίδιοι όλα όσα λένε. Υπάρχουν βέβαια, ιδιαίτερα στο χώρο της πολιτικής, άνθρωποι που όντως πλησιάζουν πολιτικά πρόσωπα. Βρίσκονται συνεχώς στον περίγυρό τους, τους υπηρετούν με θέρμη, τους υποστηρίζουν όπου και όπως μπορούν. Και βεβαίως δεν διστάζουν να ζητούν απ’ αυτούς μικρές εκδουλεύσεις - ενίοτε και μεγαλύτερες. Κάποιες φορές στην προσπάθειά τους να προβάλουν σε συγγενείς και φίλους την σημαντικότητά τους, αφού γνωρίζουν τον αρχηγό του κόμματος ή τον χι βουλευτή ή έχουν την ψι βαρύτητα στο ίδιο το κόμμα ή είναι κολλητοί φίλοι με τον κάποιο δήμαρχο, δεν διστάζουν να ζητούν μικρές εξυπηρετήσεις, όπως λένε εκλεπτυσμένα το ρουσφέτι! Για τους ίδιους η ανταπόκριση του πολιτικού ή του κόμματος που υπηρετούν στις εκδουλεύσεις που θέλουν αποτελεί αυτονόητο «κεκτημένο». Και κάπως έτσι εκμαυλίζεται ανεπαίσθητα ο δημόσιος μας βίος.
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που μετρά είναι η προσκόλληση, σαν βδέλλες, των ανθρώπων αυτών στα άτομα της εξουσίας.
Πολλές φορές βλέποντας συγκεκριμένους ανθρώπους να συνωστίζονται γύρω από έναν πολιτικό διερωτάται - όποιος μπορεί να σκεφθεί ακόμη νηφάλια και χωρίς παρωπίδες – τι σκέφτεται άραγε ο ίδιος ο πολιτικός άνδρας; Το χαίρεται; Κολακεύεται; Νιώθει ότι έτσι εδραιώνεται ή έστω επιβεβαιώνεται η εξουσία του; Πιστεύει πράγματι ότι όλοι αυτοί γύρω του τον αγαπούν και τον θαυμάζουν; Κι αν το πιστεύει γιατί δεν διερωτάται πού ήταν όλοι αυτοί προτού γίνει «κάποιος»; Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκράτηση από ένα πολιτικό πρόσωπο για να μην «ψωνιστεί», να μην τον καταβάλει η αλαζονεία της εξουσίας βλέποντας όλους αυτούς να κάνουν ουρές έξω απ’ το γραφείο του.
Αλλά γιατί να περιορίζουμε τις σκέψεις αυτές σε πολιτικούς; Μήπως δεν βλέπουμε παρόμοια φαινόμενα να συμβαίνουν και στον επαγγελματικό χώρο του καθενός; Δεν υπάρχουν κι εκεί άτομα που συνωστίζονται περί τον κατέχοντα το ύπατο αξίωμα στην ιεραρχία του επαγγελματικού μας χώρου; Οι αυλοκόλακες, οι σφογγοκολλάριοι της εξουσίας δεν «σφάζονται» στα πόδια του διευθυντή ή του προϊσταμένου; Άραγε εκείνοι καταλαβαίνουν πότε τους πλησιάζει κάποιος υφιστάμενός τους και γιατί; Είναι σε θέση να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάχυ; Ή μήπως επιλέγουν να ‘ναι αυτός ο τρόπος άσκησης ηγεσίας στο χώρο προκειμένου να ελέγξουν πράγματα και καταστάσεις και να φέρουν σε πέρας το έργο τους, έστω και αν μετατρέπονται σε απλούς διαχειριστές και αναδεικνύονται βαρναλικές φιγούρες άσκησης της εξουσίας – «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι».
Τι γίνεται όμως όταν ο πολιτικός χάσει την εξουσία του; Όταν ο βουλευτής απολέσει την έδρα του στο κοινοβούλιο κι επιστρέψει στον πρότερο επαγγελματικό του βίο ή βγει στη σύνταξη; Τι γίνεται με τον παλιό προϊστάμενο που πλέον τον συναντάμε στον πρωινό του περίπατο στο πάρκο ή στην παραλία ή τον βλέπουμε πού και πού σε καμιά κοινωνική σύναξη; Τον καλημερίζουμε ή κάνουμε πως δεν τον βλέπουμε; Πόσες φορές την ημέρα κτυπάει το τηλέφωνό τους; Πόσοι τους θυμούνται στην ονομαστική τους εορτή; Ποιοι τους αναφέρουν όταν κάθονται σε συγγενικές μαζώξεις; Πόσοι εξακολουθούν να μιλούν γι’ αυτούς με θαυμασμό; Όλοι εκείνοι οι θαυμαστές πού βρίσκονται τώρα; Πώς νιώθουν όλοι αυτοί που έχασαν το μέσο που τους έδινε τη δύναμη, όταν δουν τους πρώην κόλακές τους να συμπεριφέρονται με τον ίδιο γλοιώδη τρόπο στους αντικαταστάτες τους στη βουλή, στο κόμμα, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην ιεραρχία του επαγγέλματος; Δεν τους τσούζει μια αηδία; Δεν νιώθουν μια συντριβή του προσωπικού τους εγωισμού; Δεν μέμφονται τον εαυτό τους που δεν κατανόησαν προηγουμένως ή που – ακόμη χειρότερα- ενώ είχαν καταλάβει τι γινόταν γύρω τους καμώνονταν πως δεν έβλεπαν και το απολάμβαναν; Η γνωστή αισώπειος φράση «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» σίγουρα κάτι θα σήμαινε πλέον και για κείνους…
20/09/2014 Στην εποχή του Μεγάλου Αδελφού!
Όταν στα 1949 εκδιδόταν το προφητικό αριστούργημα του Τζορτζ Όργουελ «1984», που το έγραψε σε ένα ερημικό νησί της Σκωτίας, το βιβλίο του αυτό ήταν μια αναφορά στο μέλλον, μια ελεγεία στη χαμένη ελευθερία: πολιτική, συναισθηματική, προσωπική, γλωσσική. Ένα μανιφέστο κατά του ολοκληρωτισμού και του στραγγαλισμού της ανθρώπινης σκέψης.
Πάντα επίκαιρο το βιβλίο του Όργουελ έρχεται στο μυαλό μας με όλα αυτά που ζούμε, που διαβάζουμε, που παρακολουθούμε. Στην πραγματικότητα ο «Μεγάλος Αδελφός» ζει και βασιλεύει. Στο βιβλίο «1984» ο Μεγάλος Αδελφός προσωποποιεί το Κόμμα, που με τη βοήθεια τηλεοθονών παρακολουθεί τα πάντα, πνίγει κάθε μορφή ελευθερίας, συρρικνώνει επικίνδυνα τη γλώσσα έτσι που να μην μπορεί το άτομο να εκφράζεται, ελέγχει πλήρως τις σκέψεις, τα συναισθήματα. Σήμερα ο «μεγάλος Αδελφός» πήρε τη μορφή των ΜΜΕ, των ριάλιτι, του χρήματος, της υπερκατανάλωσης.
Ο άνθρωπος είναι και πάλι χαμένος. Αυτή τη φορά στα δικά του «θέλω», που στην πραγματικότητα είναι η επιβολή του Μεγάλου Αδελφού στον καθένα, αφού μέσα από τα «θέλω» του ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο και αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Η προπαγάνδα- πολιτική, καταναλωτική – είναι το μέσο μέσω του οποίου επιχειρείται – και εν πολλοίς επιτυγχάνεται – η άλωση της σκέψης και των πραγματικών επιθυμιών μας. Ποδηγετείται η συνείδηση, καθοδηγούνται οι πράξεις μας. Κι όποιος τολμά να εναντιώνεται στη νέα τάξη πραγμάτων στην πραγματικότητα περιθωριοποιείται, θεωρείται αντιδραστικός, γραφικός και άλλα υποτιμητικά –ικός.
Η προσαρμογή είναι το σημαντικότερο χάρισμα του σύγχρονου ανθρώπου. Μαζί και η υποταγή και η υπακοή. Τα όνειρα είναι απαγορευμένα κι όσοι κάνουν πρέπει να ‘ναι απόλυτα προσαρμοσμένα στις επιταγές της μαζικής κουλτούρας: καριέρα με μπόλικη χρυσόσκονη, «επιτυχία» και αναγνωρισιμότητα μέσα από την αρχή της ήσσονος προσπάθειας και της συμμετοχής σε ριάλιτι και άλλα τηλεοπτικά show που στηρίζουν την «επιτυχία» τους στα αδηφάγα μάτια των τηλεθεατών και την προβολή κάθε προσωπικής στιγμής και ιδιαίτερης κατάστασης αλλά και ιδιαιτερότητας. Ο Μεγάλος Αδελφός πέτυχε να κάνει όνειρο ζωής την εύκολη ζωή μέσα από «επιτυχίες» με ημερομηνία λήξης. Μετέτρεψε την κοινωνία μας σε έναν αχταρμά που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όρια ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή οδεύοντας η ίδια στην υποδούλωση.
Με πρόσχημα τις διαστάσεις που πήρε η τρομοκρατία στην εποχή μας, αλλά και τα πολλά οικονομικά προβλήματα σε πολλές χώρες – απότοκο των μεθοδεύσεων του Μεγάλου Αδελφού – επιχειρούνται η πλήρης καθυπόταξη του ατόμου. Κάμερες μας παρακολουθούν στους δρόμους, στα αεροδρόμια, στα καταστήματα, όπου συνυπάρχουν άνθρωποι. Οι επικοινωνίες παρακολουθούνται κι αυτές. Κάθε στιγμή. Προσωπικές στιγμές μπορεί να βρεθούν αναρτημένες ανά πάσα στιγμή προς τέρψη των φιλήδονων σέρφερ του διαδικτύου. Και το πιο τραγικό. Ο Μεγάλος Αδελφός είναι πια αγαπητός από πολλούς που οι ίδιοι, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς – τουλάχιστον ακόμα- είναι έτοιμοι να αυτοαναρτηθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αυτοπροβληθούν ως μεγάλοι τραγουδιστές στα ριάλιτι και τα άλλα τηλεπαιχνίδια ή ως κωμικοί ή ως χορευτές ολκής και τώρα και … ως συγγραφείς!
Τι μένει στον άνθρωπο; Πώς μπορεί να εξοστρακίσει το Μεγάλο Αδελφό απ’ τη ζωή του; Είναι σημαντικό να διαφυλάξει πρωτίστως τη σκέψη του, την κριτική του στάση απέναντι στα πράγματα. Και προς τούτο σημαντικό όργανο αποτελεί η γλώσσα μας. Η συρρίκνωση της γλώσσας συνεπάγεται περιορισμό της σκέψης, αδυναμία έκφρασής της και εν τέλει υποταγή. Δεν είναι τυχαίο που στο έργο του Όργουελ δίνει τόση σημασία το καθεστώς στη συρρίκνωση της γλώσσας και στη δημιουργία μιας νέας ομιλίας, πάμφτωχης σε λέξεις, έννοιες, ρήματα… «…ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης. Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς…». Έγκλημα, λοιπόν, η σκέψη. Τα greeklish και όλα τα άλλα που τείνουν να περιορίσουν τη γλωσσική μας έκφραση έχουμε υποχρέωση να μην τα αφήσουμε να αντικαταστήσουν την πλούσια ελληνική μας γλώσσα.
Ο συνεχής βομβαρδισμός από τα ΜΜΕ θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δική μας αντιπρόταση που είναι η λογοτεχνία και γενικά ο πολιτισμός. Τι σπουδαιότερο όπλο μπορούμε να αντιτείνουμε σ’ αυτή τη λαίλαπα της ισοπέδωσης από την ίδια την πολιτιστική μας δημιουργία; Το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η κάθε μορφή λογοτεχνίας, οι εναλλακτικές μορφές τέχνης και έκφρασης είναι εκεί και επιζητούν αναγνώριση και συμμετοχή.
Η ενεργός πολιτότητα, η συμμετοχή σε ό,τι τονίζει τον ανθρωπισμό μας και περιθωριοποιεί τον ωχαδερφισμό, ο εθελοντισμός και η συνεχής εγρήγορσή μας για αντίσταση στον πολιτισμό της ισοπέδωσης και της μαζικής αποχαύνωσης είναι το όπλο μας ενάντια στο Μεγάλο Αδελφό. Το μήνυμα ότι «η ελευθερία μας δεν εκχωρείται» είναι αυτό που πρέπει να πάρουμε και να αγωνιστούμε για
Το «1984» είναι, δυστυχώς, πάντα επίκαιρο. Αλλά και ο δικός μας αγώνας ενάντια σε ό,τι πρεσβεύει ο Μεγάλος Αδελφός θα πρέπει να μην καταλαγιάζει. «Η ελευθερία μας δεν εκχωρείται», μ’ αυτό το σύνθημα έχουμε υποχρέωση να σταθούμε όρθιοι καλλιεργώντας τη γνώση και το ήθος απαλλάσσοντας το βίο μας από τα απόνερα που μας απειλούν με πνιγμό.
11/07/2014 Στο καβούκι μας!
Χρόνια τώρα μάθαμε να ζούμε στο καβούκι της ανοχής και της απάθειας. Της πλήρους αδράνειας και της επιλεγμένης αυτοεξορίας μας από την κοινωνία. Κινούμαστε ανάμεσα στο στρουθοκαμηλισμό και την προσποίηση ότι δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας. Μ’ αυτά και μ’ αυτά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να δρουν οι αφέντες της μοίρας μας και να απεργάζονται τα υποχθόνια σχέδιά τους για προσωπικό πλουτισμό, για άσκηση κάθε μορφής εξουσίας με υπέρτατο στόχο το προσωπικό τους συμφέρον.
Γκρινιάζουμε αναμεταξύ μας λέγοντας τα παράπονά μας για όσους έχουν τη δύναμη να πάρουν το λαό μπροστά αλλά τον κρατούν στη μιζέρια του, για όσους μπορούν να ανορθώσουν την οικονομία αλλά έγιναν ο εφιάλτης της μέσα από τις αποφάσεις τους και κυρίως μέσα από τα σχέδια απομύζησής της, για κείνους που τάχθηκαν ως εκ της θέσης τους να υπηρετήσουν με καθαρό πνεύμα και τιμιότητα τους θεσμούς αλλά τους έχουν καταβαραθρώσει, για όσους αναμέναμε να στηρίξουν τους αδύναμους με ταπεινότητα αλλ’ είτε το κάνουν με προκλητική αυτοπροβολή είτε κλείνουν μάτια και αυτιά στον ανθρώπινο πόνο και την ανέχεια.
Μένουμε όμως στην γκρίνια. Αρνούμαστε πεισματικά να αναμετρηθούμε με όλους αυτούς που οδηγούν τη βιωτή μας σε μια κατ’ επίφαση ελευθερία. Μας φοβίζει η κατά μέτωπο αναμέτρηση με το κατεστημένο, με τους ασκούντες οποιοδήποτε είδος εξουσίας. Θεωρούμε κεκτημένο αυτό που ζούμε και προτιμούμε απλώς να μεμψιμοιρούμε και να ψιθυρίζουμε τα παράπονά μας αφού βεβαιωθούμε ότι δε θα φτάσουν στ’ αυτιά εκείνων που πρέπει, γιατί ακριβώς ο ραγιαδισμός έγινε μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας ως λαός. Εξάλλου, ποτέ ο Κύπριος δεν φημιζόταν για τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Ο αγώνας του ’55 ήταν η εξαίρεση στη μακραίωνη σκλαβιά του τόπου μας – που άλλαξε τόσους και τόσους αφέντες – ίσως για να επιβεβαιώνεται έτσι ο κανόνας που ήθελε το λαό μας να προσαρμόζεται στα λίγα, στα βάσανα, στις στερήσεις.
Είναι φανερό πως η δυσκολότερη μάχη που έχουμε να δώσουμε είναι η αναμέτρηση με τον παλιό εαυτό μας. Να πετάξουμε από πάνω μας την ετικέτα των ευκολόπιστων, των ευπροσάρμοστων στις συνθήκες που οι άλλοι δημιούργησαν για μας και να διεκδικήσουμε επιτέλους όλα όσα μας αξίζουν. Να θέσουμε στο περιθώριο όλους εκείνους που αποτυγχάνουν, που κλέβουν το δημόσιο, που ελέγχουν τα ΜΜΕ και μέσα από κει καθοδηγούν τη σκέψη μας, που κοιμίζουν το λαό με θεάματα την ώρα που οι ίδιοι δρουν ανενόχλητοι αυξάνοντας κατακόρυφα τις καταθέσεις τους ή ενισχύοντας περισσότερο τη μικρή ή μεγάλη εξουσία τους. Να σπάσουμε τις αλυσίδες του ευπροσάρμοστου, του «μη μου τους κύκλους τάραττε», του δειλού και του συνταγμένου με τη μοίρα του. Να ξεπεράσουμε το σύνδρομο του κισμέτ, της μοίρας που «έτσι τα ‘φερε τα πράματα». Τα «πράματα» δεν τα ‘φερε έτσι καμιά μοίρα και κανένα ριζικό. Η δική μας αδράνεια και ο δικός μας ωχαδερφισμός ευθύνονται για τα αδιέξοδά μας. Κι όπως υφάναμε τον ιστό που μας κρατά εγκλωβισμένους έτσι μπορούμε και να τον διαλύσουμε. Όπως επιλέξαμε να μπούμε στο τούνελ που άλλοι κατασκεύασαν για μας και μας ώθησαν εκεί έτσι και μπορούμε να βγούμε έξω στο φως μέσα από μια διαδικασία αφύπνισης και αυτοσυνειδησίας.
01/07/2014 Περί οικονομικής κρίσης και παρακμής
Η έκφραση «περνάμε οικονομική κρίση» έγινε του συρμού στον τόπο μας. Είναι όμως η οικονομική κρίση το μεγαλύτερό μας πρόβλημα; Μήπως μια σειρά από άλλες κρίσεις έφεραν ουσιαστικά τον τόπο στην παρακμή;
Θα ‘χε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να μελετήσουμε την Κύπρο της ανεξαρτησίας του 1960, την Κύπρο της μετά την εισβολή περιόδου, γιατί θα βοηθούσε πολύ να καταλάβουμε το τι συμβαίνει σήμερα.
Δημιουργήσαμε ένα κράτος μέσα από τις θυσίες του λαού μας ποτισμένο με το αίμα των ηρώων της ΕΟΚΑ. Κι αμέσως μετά ξεκίνησε το μεγάλο φαγοπότι. Το βόλεμα κι ο αλληλοσπαραγμός. Τα συμφέροντα του καθενός, όπως αυτά ορίζονταν από τον στενό κύκλο της οικογένειας ή του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος του ατόμου, όπως του χωριού ή των συμφερόντων της ομάδας – κομματικής, ποδοσφαιρικής ή άλλης στην οποίαν ανήκε. Η αποθέωση του ατομοκεντρισμού, η αφροσύνη, ο αλληλοσπαραγμός έφεραν τον τόπο στην καταστροφή του 1974. Κι αμέσως μετά, μέσα από τα αποκαϊδια ξεκίνησε η ανασυγκρότηση. Μια ανασυγκρότηση με κέντρο και πάλι τον εαυτό του καθενός. Το νέο μεγάλο φαγοπότι που στήθηκε είχε όνομα: μίζες, οικιστικές χαλαρώσεις, διόγκωση της κρατικής μηχανής στη βάση κομματικής ταυτότητας, κομματοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, εγκατάλειψη της υπαίθρου στο όνομα της τουριστικής ανάπτυξης, εξαγγελίες για «κράτος υπηρεσιών», «εμπορικών κέντρων», «υπεράκτιων εταιρειών» κι όλα όσα συνέβαλαν σε ένα τραπεζικό σύστημα μαμούθ και σ’ ένα λαό αποχαυνωμένο που ανήγαγε το κυνήγι του εύκολου κέρδους σε στόχο ζωής και την υπερκατανάλωση σε εθνικό σπορ.
Τι μας χαρακτηρίζει ως λαό στις μέρες μας; Μια ξιπασιά, ένας χωρίς όρια καταναλωτισμός, μια επιδειξιομανία, ένας νεόπλουτος αχταρμάς, ένα επαρχιώτικο κόμπλεξ, μια ψευδο – life style ζωή, μια ματαιοδοξία αυτοπροβολής, ένας αμοραλιστικός τρόπος επικράτησης σε κάθε τομέα δραστηριοποίησής μας.
Όλα τούτα δεν είναι απότοκο οικονομικής κρίσης. Είναι συμπτώματα μιας γενικότερης παρακμής που οδηγεί στην οικονομική κρίση, αφού αποτέλεσμα της παρακμής είναι η εγκατάλειψη των πρωτογενών πηγών της οικονομίας, ο εύκολος πλουτισμός μέσα από την εξαπάτηση, ο υπερδανεισμός για να καλυφθούν οι άλογες ανάγκες μας, η φενάκη σε βάρος του δημοσίου και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Η κατάσταση στην υγεία, την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την πολιτική ζωή, το τραπεζικό σύστημα είναι αποτέλεσμα γενικότερης παρακμιακής ζωής που με τη σειρά της έφερε την οικονομική κρίση.
Είναι επομένως η κρίση πρωτίστως κρίση ηθική και προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να στραφούμε. Η κόπωση, η απόσυρση, η παραδοχή χωρίς αντίδραση δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία κι ένα λαό που τελεί υπό πλήρη κατάρρευση. Χρειάζεται αφύπνιση, αντίδραση, αλλαγή πορείας. Με προτεραιότητα πλέον την κοινωνία κι όχι τον μικρόκοσμό μας, όπως τον ορίζουν τα στενά ατομικά μας συμφέροντα. Με επιστροφή σε προτεραιότητες που χαρακτηρίζονται από φιλοπατρία: Το «εμείς» αντί το «εγώ», το σύνολο αντί το άτομο, η ταπεινότητα, η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη… Στοιχεία που κάποτε τα είχαμε και τα υπηρετούσαμε σαν λαός.
25/06/2014 QUO VADIS? Πού πάμε; Αντι-ύμνος στο λαϊκισμό!
Υποψήφιος για τη Βουλή, λέει. Α, ναι, κι αργότερα υποψήφιος και για την Ευρωβουλή. Και «άρχοντας» σε διάφορα τοπικά σχήματα και χώρους. Και πρώτη μούρη στην τοπική κοινωνία. Και όπου γάμος και χαρά η αφεντιά του μέσα. Κάπως έτσι τον βρίσκουμε σε συσκέψεις, προσυσκέψεις, παρασυσκέψεις κι άλλες συνάξεις δίχως ουσιαστικές σκέψεις ή μάλλον με πολλές σκέψεις, εκπεφρασμένες με λόγο άνευ ουσίας.
Η σύγχρονη επιτομή του Κύπριου κενόδοξου πολιτικού. Του λαϊκιστή, του γκρινιάρη, του ομιλούντα με πολλά «αντί» αλλά χωρίς συνθετικό λόγο, δίχως θέση και δίχως λύσεις. Αλλά με πολλές προκλήσεις. Που δημιουργούν σ’ άλλους θαυμασμό κι άλλους τους οδηγούν σε μαρασμό. Τους λίγους σκεπτόμενους ακόμη που θλίβονται, συνθλίβονται κι ενίοτε αφήνονται. Στις δικές τους σκέψεις για το quo vadis αυτού του τόπου.
Με ηγετίσκους τοπικούς που άξαφνα παίρνουν ύψος – και ύφος – και νομίζουν πως αγορεύουν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ή ότι παίρνουν μέρος στη σύναξη ηγετών των G8. Κι ασθμαίνοντας, με το στόμα ανοικτό και τα μάτια γουρλωμένα ένα ακροατήριο εκστασιασμένο για το θάρρος (της γνώμης) και το θράσος (της έκφρασης της τέτοιας γνώμης) της δίχως νόημα, δίχως αρχή και τέλος. Κι ο ίδιος, δοκησίσοφος, ειδικός επί παντός επιστητού να μιλά και να μιλά και να λέει χωρίς ν’ ακούει ποτέ τι του λένε αλλ’ ούτε και ο ίδιος να καταλαβαίνει τι λέει.
Άξαφνα γεμίσαμε με ανθρωπάκια της πολιτικής. Που βόσκουν αρχικά στα τοπικά κανάλια, στις τοπικές φυλλάδες κι αργότερα ανοίγουν πανιά για τις μεγάλες πολιτείες. Κι απορείς και διερωτάσαι. Πώς είναι δυνατό να επιπλέουν πάντα οι φελλοί; Πώς γίνεται η μωροφιλοδοξία να θριαμβεύει; Οι κενοί να εμφανίζονται ειδήμονες; Οι ημιμαθείς, πάντα πιο επικίνδυνοι από τους αμαθείς, να έχουν λόγο (συνήθως άλογο) για το σήμερα και το αύριο εμάς και των παιδιών μας;
Η νήσος της αγάπης και του ονείρου νήσος πλέον της απάτης, των φελλών και των αγύρτων. Το χαζοκούτι και οι ατάκες, τα μεγάλα, κούφια λόγια, η δυσαναγνωσία των λόγων και η ευαναγνωσία της σιωπής, η ματαιοδοξία και η κενοδοξία, η φαυλότητα και η ποταπότητα κυριάρχησαν και επένδυσαν το δημόσιο βίο με μιζέρια και εκχυδαϊσμό. Και μπόλικο λαϊκισμό προς τέρψη και γαργάλισμα των αυτιών.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ανατρέφεται και διογκώνεται και πασκίζει ν’ ανέβει στα ουράνια η τάση του τοπικού άρχοντα να αυτοπροβάλλεται, να χώνει τη μούρη του παντού, να παρουσιάζεται ως ο Ρόμπιν Χουτ των κατατρεγμένων και αδικημένων (πάντα με ανέξοδους, μεγάλους λόγους). Κι όσοι αντιστέκονται ακόμη σ’ έναν τόπο σε ελεύθερη πτώση να θλίβονται και ν’ απορούν. Μόνη διέξοδος των λίγων η αντίσταση. Με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, σε κάθε περίπτωση.
16.06.2014 Περί ελληνικής μουσικής …
15 Ιουνίου 2014… Είκοσι χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη, του Μάνου Χατζιδάκι. Έτσι καθώς ακούω τραγούδια του με χρυσές φωνές του νέου κύματος, Ζωγράφο, Χωματά, Μούτσιο, Ρωμανό, Αστεριάδη, Αρλέτα σκέφτομαι το σήμερα της ελληνικής μουσικής κι όλα αυτά τα ακούσματα που κατακλύζουν και συνθλίβουν την αισθητική μας. Όλα αυτά τα δήθεν talent show με διάφορες ξενόφερτες ονομασίες, όπου φιλόδοξοι νέοι αφήνονται στην κρεατομηχανή μιας επιτηδευμένης κριτικής και μιας πρόσκαιρης προβολής και εφήμερης δημοσιότητας πιστεύοντας πως μέσα από αυτά τα προγράμματα μπορούν να κερδίσουν ένα εισιτήριο στον κόσμο του μουσικού θεάματος και του σύγχρονου life style.
Όταν η χρυσόσκονη της ολιγόμηνης τηλεοπτικής προβολής περάσει πολλοί αντιλαμβάνονται το μάταιο της όλης προσπάθειας και το ματαιόδοξο του εγχειρήματος. Τη χίμαιρα που κυνήγησαν και το αδειανό πουκάμισο που τους έμεινε αμανάτι.
Επανέρχομαι όμως στη μουσική μας ένδεια αναλογιζόμενος το σπουδαίο μουσικό μας παρελθόν, κυρίως της δεκαετίας του ’60. Αλήθεια, τι ήταν εκείνο που έκανε ένα Μάνο Χατζιδάκι, ένα Μίκη Θεοδωράκη, ένα Σταύρο Ξαρχάκο, ένα Γιάννη Σπανό, ένα Χρήστο Λεοντή, ένα Λίνο Κόκοτο, ένα Δήμο Μούτση και τόσους άλλους να αναδειχθούν σε τόσο μεγάλες μουσικές μορφές και να γεμίσουν τη ζωή των Νεοελλήνων με τόσο όμορφα, τόσο ποιοτικά μουσικά ακούσματα;
Οι συνθέτες αυτοί διέπρεψαν, δημιούργησαν και άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική μουσική γιατί είχαν σωστή παιδεία, ήταν ταπεινοί και δοσμένοι στην τέχνη και όχι αλαζόνες που επιζητούσαν με κάθε τρόπο και με το όποιο τίμημα τη δημοσιότητα. Ήταν άνθρωποι που είχαν συνεργάτες σπουδαίους στιχουργούς αλλά και μεγάλους ποιητές. Είχαν ένα κοινό που τους αγαπούσε για την τέχνη τους και όχι για τις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, τα πάθη και τις ίντριγκες που εξιτάρουν ένα κοινό φιλοθέαμο, πλην όμως ρηχό και κενού ψυχικού κόσμου. Το δικό τους κοινό ήταν καλλιεργημένο κι οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούσαν ακριβώς για ανθρώπους που είχαν αρχή και τέλος, που είχαν πνευματικές αναζητήσεις και ψυχικό πλούτο. Κι ακόμη δημιουργούσαν για κόσμο που έστω κι αν δεν είχε περγαμηνές πανεπιστημιακές, συχνά ούτε καν μέσης εκπαίδευσης, οι ίδιοι κατανοούσαν πως η δική τους μουσική θα ‘πρεπε να μορφώνει, να καλλιεργεί, να οδηγεί σε ανάταση τις ψυχές. Κι αυτό έκαναν. Γι’ αυτό πέτυχαν να φέρουν ένα Ρίτσο, έναν Ελύτη, ένα Γκάτσο, ένα Βιζυηνό και τόσους άλλους στα μέτρα του κάθε Έλληνα, είτε μορφωμένου είτε όχι. Γιατί οι ίδιοι έγιναν το όχημα μέσα από την τέχνη τους, για να μορφωθεί ο λαός.
Στα είκοσι χρόνια από το θάνατο του μεγάλου συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι, στους τηλεοπτικούς μας δέκτες κυριαρχούν οι «τελικοί» των διαφόρων μουσικών διαγωνισμών με τραγούδια ατάλαντων συνθετών, με φτωχή στιχουργική επένδυση αλλά με πλούσια σκηνική παρουσία. Τα τραγούδια πλέον δεν ακούονται. Βλέπονται. Δείγμα κι αυτό μιας γενικότερης παρακμής. Αλλά πάντα τις περιόδους της ξηρασίας ακολουθούν οι καλές βροχερές μέρες. Τέτοιες μέρες, που θα βρέξει δημιουργικότητα και η πραγματική μουσική τέχνη θα ανθίσει και πάλι, αναμένουμε πως θα έλθουν ξανά και συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις και όλοι οι άλλοι μεγάλοι θα βρουν μια νέα γενιά δημιουργών που θα μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους καλλιτεχνικό ανάστημα. Οψόμεθα …
12.6.2014 Η αξία της ζωής
Ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτάζει τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Από επιστολή του Gabriel Garcia Marques, νομπελίστα Κολομβιανού λογοτέχνη, που έφυγε από τη ζωή στις 16 Απριλίου 2014..
Μια σημαντική επισήμανση του κορυφαίου Κολομβιανού λογοτέχνη, για την ανάγκη να επιδεικνύουμε ταπεινότητα και να μην αφήνουμε την έπαρση και αλαζονεία να καταβάλλουν το είναι μας. Ο εγωισμός και η επικράτηση του «εγώ» να μην επισκιάζουν και καθοδηγούν τη σκέψη μας.
Την ίδια ώρα να δείχνουμε την πρέπουσα τόλμη και αποφασιστικότητα, αλλά και τη θέληση, να στηρίζουμε, να συμβουλεύουμε, να απλώνουμε το χέρι σ’ όσους το χρειάζονται. Κι είναι πολλοί άνθρωποι γύρω μας που ανά πάσα στιγμή χρειάζονται ένα χαμόγελο να τους δώσει δύναμη, ένα χάδι να τους κρατήσει, ένα χέρι να τους τραβήξει απ’ το έδαφος, απ’ το βούρκο, απ’ τον πάτο.
Αποτινάζοντας από πάνω μας τη χρυσόσκονη της έπαρσης, θα μπορέσουμε να κοιτάξουμε στα μάτια τον διπλανό μας, θα νιώσουμε τον πόνο του, θα αφουγκραστούμε τις ανάγκες του, θα γίνουμε συνοδοιπόροι στον αγώνα του.
Συνηθίζουμε να κοιτάμε αφ’ υψηλού τον άλλο, λες και εμείς είμαστε τα περιούσια άτομα της υφηλίου, που μια αόρατη δύναμη μας έδωσε το δικαίωμα να νιώθουμε υπεροχή και ανωτερότητα. Στην πραγματικότητα μια ταπεινή οντότητα είμαστε, με πεπερασμένες δυνατότητες, πλασμένοι για έναν αγώνα επιβίωσης και ατομικής πορείας γεμάτης δυσκολίες και εμπόδια. Το πιο ανθρώπινο που έχουμε να κάνουμε είναι να είμαστε ταπεινοί και να τείνουμε χείρα βοηθείας σ’ όσους έλαχε να πέσουν κι έχουν ανάγκη ένα χέρι να τους κρατήσει και να τους βοηθήσει να ορθοποδήσουν.
7.6.2014 Περί αναρρίχησης …
Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο να ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Γεώργιος Δροσίνης
Πόσο στ’ αλήθεια επίκαιροι παραμένουν οι στίχοι αυτοί του ποιητή Γεώργιου Δροσίνη και πόση αλήθεια κρύβουν μέσα στην απλότητά τους; Είναι σύνηθες το φαινόμενο της ανόδου με ξένα δεκανίκια ανθρώπων σε σημαντικές θέσεις. Κι ακόμη πιο σύνηθες είναι η βαρύγδουπη αποτυχία αυτών των ανθρώπων να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Και τούτο γιατί στηρίχθηκαν σε ξένες πλάτες κι ενώ δεν είχαν τις ικανότητες βρέθηκαν σε καίρια θέση αδυνατώντας να ανταποκριθούν. Άλλοι πάλι, ενώ έχουν τις ικανότητες είναι τέτοιες οι δεσμεύσεις τους στα «ξένα αναστυλώματα» που τους ανέβασαν και εγκατέστησαν στους ηγετικούς θώκους που εν τέλει αδυνατούν να ανταποκριθούν, αφού προτεραιότητά τους είναι η εξαργύρωση της υποχρέωσης στα ξένα δεκανίκια.
Αυτό το «πλάνο ψήλωμα του κισσού» αποτελεί ίσως την πιο εμφατική παθογένεια του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου. Σε μια κλειστή, μικρή κοινωνία όπως η κυπριακή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα η ημετεροκρατία, το ρουσφέτι, η άνοδος ελέω γνωριμιών. Μια παθογένεια που αντανακλά σε πληθώρα αδυναμιών της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Λίγα είναι τα αυτόφωτα άτομα που με την αξία τους, τη δουλειά και τα προσόντα τους ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της οποιασδήποτε ιεραρχίας του χώρου τους. Κι είναι αυτά τα άτομα που τιμούν με το παραπάνω την ηγετική τους θέση, καθώς οι ίδιοι δεν έχουν να λογοδοτήσουν σε άλλους παρά μονάχα στη συνείδησή τους και στον κόσμο για τον οποίο ετάχθησαν να εργαστούν.
Ενοχλεί ακόμη στο μικρό μας τόπο το γεγονός ότι άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά ανέχονται να έχουν «αυλικούς», υφιστάμενους που τους υπηρετούν με τον πιο γλοιώδη αλλά και τον γελοιωδέστερο τρόπο. Είναι κι αυτό δείγμα της δικής τους αδυναμίας, αφού μέσα από μια τέτοια εκδούλευση νιώθουν οι ίδιοι να έχουν αξία και αποκτά νόημα η κατοχή εκ μέρους τους της ηγετικής θέσης στο χώρο τους. Εξάλλου και οι ίδιοι υπήρξαν μέρος «αυλής» και μέρος ομάδας υπηρετούντων προκειμένου να αναρριχηθούν. Το φαινόμενο της «σκάλας» βρίσκει σ’ αυτούς την πιο πιστή του εφαρμογή.
«Εγώ με την αξία μου/κι όχι με ξένες πλάτες/περήφανα περπάτησα/μες στης ζωής τις στράτες, λέει ένα λαϊκό άσμα. Μακάρι να ‘ταν μπορετό οι απλοϊκοί αυτοί στίχοι, που τόσο νόημα κρύβουν, να ‘χαν πολλούς άξιους να τους τραγουδήσουν. Έχει όμως;
1.6.2014 Περί έκφρασης συναισθημάτων
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου,
πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη",
"συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ"
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία
για να τις εκφράσεις.
Από επιστολή του Gabriel Garcia Marques, νομπελίστα Κολομβιανού λογοτέχνη, που έφυγε από τη ζωή στις 16 Απριλίου 2014..
Πόσες αλήθειες κρύβονται στα λόγια αυτά του νομπελίστα λογοτέχνη; Πόσες φορές δεν σκεφτήκαμε πράγματα που ποτέ δεν τολμήσαμε να εκφράσουμε μεγαλόφωνα; Πόσες φορές δεν καταλάβαμε πως κάναμε λάθος, αλλά δεν είχαμε τη δύναμη να το παραδεχτούμε; Γιατί όμως; Γιατί αφήνουμε τον εγωισμό ή την ντροπή να καλύπτουν αυτά που θα θέλουμε να πούμε;
Ακόμη και στα παιδιά μας είναι φορές που ενώ θέλουμε να πούμε κάποια πράγματα δεν το κάνουμε. Ίσως γιατί το θεωρούμε υπερβολικό να τους ζητήσουμε συγνώμη, αν σε κάτι κάναμε λάθος απέναντί τους. Ίσως πάλι γιατί δε μάθαμε να λέμε «σ’ αγαπώ» από φόβο μήπως μας κοροϊδέψουν ή μήπως φανούμε υπερβολικά ευαίσθητοι. Και ποιος είπε πως δεν πρέπει να ‘μαστε ευαίσθητοι και να το δείχνουμε; Σκεφτήκαμε ποτέ πόσο διαφορετική θα ‘ταν η σχέση μας με τα παιδιά μας, αν είχαμε τη δύναμη να λέμε αυτό που νιώθουμε; Και πόσο σωστό παράδειγμα θα ‘μαστε για τα παιδιά μας, αν έβλεπαν τον πατέρα ή τη μητέρα τους να παραδέχονται κάποιο λάθος τους;
Ας μην πνίγουμε τις σκέψεις και τα αισθήματά μας. Το ‘χουμε ανάγκη να τα εκφράζουμε, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς μας θα νιώθουν πολύ πιο όμορφα, αν ο δικός τους άνθρωπος έχει τη δύναμη να εκφράζει τα «συγνώμη» και τα «σ’ αγαπώ» του στους δικούς του ανθρώπους. Τόσο απλά!
26.5.2014 Περί γλώσσας…
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Oδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί».
Η γλώσσα δεν είναι απλά ένα μέσο επικοινωνίας για τον άνθρωπο. Είναι το μέσο έκφρασης των προσωπικών του βιωμάτων, συναισθημάτων και ιδεών, αλλά και ο δίαυλος κατανόησης του γύρω του κόσμου. Μέσω της γλώσσας μεταφέρονται οι πολιτισμοί από γενιά σε γενιά, ενδυναμώνεται η αγάπη για την ελευθερία. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», λέει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης θεσμών και αξιών, στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η γλώσσα είναι στο στόχαστρο. Οι εθνικές γλώσσες απειλούνται με συρρίκνωση, με αφομοίωση, με κατάργηση. Στο όνομα της οικονομίας και της ταχύτητας επικοινωνίας οι κίνδυνοι και για τη δική μας γλώσσα είναι ορατοί.
Τυχόν απώλεια της γλώσσας μας θα σήμαινε αυτόματα και απώλεια της ιδιοπροσωπίας και της ταυτότητας του λαού μας. Λαός που θέλει να διατηρήσει την ιστορική του συνέχεια και μνήμη, οφείλει να αγωνιστεί για τη διατήρηση πρωτίστως της εθνικής του γλώσσας. Παράλληλα η απώλεια της γλώσσας θα σήμαινε υποταγή στην παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων και στις επιταγές των ξένων κέντρων αποφάσεων.
Η ελληνική γλώσσα σμιλεύτηκε για περισσότερο από σαράντα αιώνες και αποτελεί το όργανο και τη βάση πολλών όρων στην τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ιατρική και άλλων πολλών επιστημών. Αν κάτι χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτισμό είναι η συνέχεια στη γλώσσα. Δεν υπάρχουν κενά στην ομιλία της ελληνικής γλώσσας. Για 4 χιλιάδες χρόνια μιλιέται και εξελίσσεται συνεχώς. Κάτι που σε καμία άλλη γλώσσα δεν απαντάται. Κι αυτό είναι υπέρτατο προνόμιο.
Ένα προνόμιο που αντισταθμίζει το γεγονός ότι σήμερα η ελληνική γλώσσα δε μιλιέται παρά από ελάχιστους ανθρώπους – συγκριτικά με άλλες γλώσσες που είτε λόγω της παγκοσμιοποίησης είτε λόγω του πολυάριθμου κάποιων λαών έχουν το πλεονέκτημα να μιλιούνται από πολλαπλάσιους πληθυσμούς.
Ελάχιστοι μας διαβάζουν
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά
«Ποίηση του Κώστα Μόντη» 1962
Έτσι απλά, σε πέντε στίχους μέσα, ο δικός μας ποιητής, ο Κ. Μόντης, εκφράζει το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας. Η ευθύνη σήμερα του σχολείου, της οικογένειας, των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και όλων των δημόσιων προσώπων, που είτε το θέλουν είτε όχι αποτελούν γλωσσικά πρότυπα, είναι μεγάλο σε σχέση με την ανάγκη διατήρησης και συνεχούς εξέλιξης της γλώσσας μας. Μια γλώσσα που σφυρηλατήθηκε, επέζησε και επηρέασε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες είναι κρίμα να υποφέρει, να αίρεται και να φέρεται από τους σύγχρονες Έλληνες μόνο και μόνο γιατί θέλουν να είναι του συρμού μέσω της υποτίμησης του μέγιστου αυτού εθνικού τους πλούτου.
20.5.2014 Ο TEMPORA O MORES ( Ω καιροί, ω ήθη)
«Παράνομη εμφιάλωση νερού στην Πάφο», «Στη φυλακή για συνουσία με άνδρα μειωμένης νοημοσύνης», «Συζυγικά μαχαιρώματα στη Γεροσκήπου», «Έφοδος για τζόγο με τραυματισμούς», «Συνελήφθη με πλαστά χαρτονομίσματα», «Οίκο ανοχής για ηλικιωμένους διηύθυνε 54χρονη Σριλανκέζα», «30χρονος πιάστηκε με κλεμμένο οπλισμό», «Καταζητούνται για παράνομη μεταφορά οπλισμού».
Τα πιο πάνω είναι τίτλοι από την πίσω σελίδα καθημερινής ημερήσιας εφημερίδας. Τίτλοι μιας ημέρας. Μιας συνηθισμένης μέρας. Χωρίς καμία παραποίηση ή προσθήκη. Σχεδόν καθημερινά παρατηρώ τέτοιους ή και χειρότερους τίτλους ειδήσεων και πάντα κάνω την ίδια σκέψη: Μα τελικά τι κοινωνία γίναμε; Πώς μπορεί να έχουν γίνει μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας τέτοιες ειδήσεις;
Θυμάμαι μικρός, στο καφενείο του θείου, αν τύχαινε να υπάρχει μια τέτοια είδηση στην εφημερίδα κάποιος την διάβαζε μεγαλόφωνα και όλοι οι θαμώνες σχολίαζαν με αποστροφή, με αποτροπιασμό και καταδίκαζαν με βδελυγμία κάθε είδους παρανομία. Σήμερα; Περνάμε τέτοιες ειδήσεις με φωτογραφική ανάγνωση, δεν μας κάνει τίποτα αίσθηση και μάθαμε να ζούμε με όλα αυτά που κάποια χρόνια πριν προκαλούσαν την κλειστή, πουριτανή αλλά με αρχές και αξίες κοινωνία μας που τέτοιες συμπεριφορές τις καταδίκαζε με τον πιο έντονο τρόπο.
Δυστυχώς, ο κοινωνικός εκφυλισμός μας επέφερε την απαξίωση και τη διάβρωση των θεσμών. Οι αξίες της ζωής γκρεμίστηκαν, αρχές και αξίες αποδομήθηκαν. Εξελικτικά μετατραπήκαμε σε γενίτσαρους απαιτήσεων και όντα αχαλίνωτης ιδιοτέλειας. Έτσι φτάσαμε να γίνουμε μια μεταλλαγμένη κοινωνία που αποτυπώνεται καθημερινά τόσο μέσα από ειδήσεις που πληγώνουν όσο και μέσα από τις καθημερινές μας συναλλαγές. Μόνο ένας επαναπροσδιορισμός της πορείας και των προτεραιοτήτων μας ως άτομα και ως κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει μια κατάσταση που μας έφερε σε συνθήκες πρωτογονισμού και σ’ έναν άλογο βίο.
16.5.2014 Eγώ ζωγράφισα τη γη
Εγώ ζωγράφισα τη γη,
μια ολοστρόγγυλη πληγή,
μια ολοστρόγγυλη πληγή που έσταζε αίμα.
Και σ’ ένα βλέμμα παιδικό
έβαλα ερωτηματικό,
έβαλα ερωτηματικό αντί για βλέμμα.
Οι στίχοι αυτοί της Σώτιας Τσώτου αποτυπώνουν κατά δραματικό τρόπο την πραγματικότητα της εποχής μας. Μιας εποχής που δεν διαφέρει ποσώς από όσα η ανθρωπότητα βιώνει διαμέσου των αιώνων. Ούτε η σύγχρονη τεχνολογία ούτε η πανεπιστημιακή μόρφωση εκατομμυρίων ανθρώπων στάθηκαν ικανά να σταματήσουν την πορεία προς τον όλεθρο. Μια πορεία που κεντρικό της θύμα έχει πάντα το παιδί.
Η κρίση στην Ουκρανία έρχεται σαν συνέχεια των πρόσφατων κρίσεων στη Λιβύη, τη Συρία, την Αίγυπτο … Οι πολιτικοί και οι μεγάλοι του πλανήτη κάνουν τα δικά τους γεωπολιτικά παιχνίδια, αλλά πάντα τα παιχνίδια αυτά έχουν σταθερό θύμα τα παιδιά, την ειρήνη, την ευημερία των ανθρώπων.
Αυτές οι κρίσεις κάνουν τον καθένα μας να νιώσει πόσο ανυπεράσπιστος είναι ο καθημερινός άνθρωπος και πόσο μετέωρο είναι το κάθε μας βήμα στη γη. Κι αυτό με τη σειρά του αυξάνει την έγνοια και την ανησυχία μας για τα παιδιά μας και το μέλλον τους. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο τις ευθύνες μας απέναντι στα παιδιά του κόσμου και τα δικά μας.
9.5.2014 Aπ’ τα καφενεία στα … cafe!
Κοινωνικό φαινόμενο έχουν γίνει τα cafe σε πόλεις και χωριά. Βλέπαμε πριν μερικά χρόνια τα τόσα και τόσα café σε πλατείες και δρόμους της Ελλάδας και διερωτόμασταν γιατί τόσοι και τόσοι άνθρωποι συχνάζουν σ’ αυτά με τις ώρες. Και φτάσαμε εν τέλει να έχουμε μεταφορά του ίδιου φαινομένου και στον τόπο μας. Και φυσικά η εξήγηση του φαινομένου γίνεται πλέον εκ των έσω κι είναι τόσο απλή.
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να βγουν έξω, να ξεφύγουν έστω για λίγο απ’ τις έγνοιες του σπιτιού. Άλλοτε πάλι έχουν ανάγκη μιας επαγγελματικής συνάντησης και τα café είναι ο φθηνότερος και πιο σίγουρος τόπος για κάτι τέτοιο. Εκεί που παλιά τα σπίτια μας ήταν ορθάνοικτα για να συναντηθούμε με τους φίλους κάποια αόρατη δύναμη τα έκλεισε σε μεγάλο βαθμό: λίγο τα έξοδα, λίγο η φασαρία για προετοιμασίες έκαναν τους πλείστους να συναντιούνται πλέον στα café. Αλλά και η τηλεθέαση αγώνων στα συνδρομητικά κανάλια μέσα από τα café αποκτά άλλη οπτική και άλλη διάσταση. Είναι βέβαια και οι μοναχικοί άνθρωποι. Στα café θα πνίξουν μεγάλο χρόνο απ’ τη μοναξιά τους, θα σερφάρουν στο διαδίκτυο, θα διαβάσουν τον τύπο ή κάποιο βιβλίο, θα κάνουν τη δουλειά του γραφείου στον υπολογιστή…
Café, λοιπόν. Μέρος της ζωής μας, μέρος του εαυτού μας, προέκταση της καθημερινότητάς μας. Κάποτε ήταν τα καφενεία. Με χαρτάκι, τάβλι, μπόλικη κουβέντα περί πολιτικών και άλλων τινών, αλλά πάντα αυστηρά ανδροκρατούμενο. Σήμερα είναι τα café για όλους τους τύπους και χαρακτήρες ανθρώπων, για κάθε φύλο και ηλικία, για κάθε τσέπη και γούστο. Σε κάθε περίπτωση είτε καφενείο είτε café η ανάγκη για κοινωνική συνεύρεση και απόδραση από άλλα συμβατικά – πλην όμως απόμακρα ή δυσκολοπλησίαστα μέρη – ήταν και παραμένει ο κύριος λόγος της ανάγκης ύπαρξής τους.
4.5.2014 Πιστεύω τω φίλω!
Στην α΄ γυμνασίου ξεκινούσαμε την πρώτη επαφή μας με την αρχαία ελληνική γλώσσα μέσα από το βιβλίο του Ζούκη και με πρώτο κείμενο αφιερωμένο στη φιλία. Τυχαίο; Χρόνια μετά και έχοντας πλέον τόσες εμπειρίες ζωής καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι για τον καθένα η γνήσια, χωρίς όρους και απαιτήσεις φιλία στη ζωή μας. Φίλοι, φίλες, φιλία… Ζητούμενο στη ζωή μας, κατάκτηση για όποιο/α το πετυχαίνει, ματαίωση και μοναξιά για όσους/ες αποτυγχάνουν να ‘χουν ένα πραγματικό αποκούμπι ψυχής στη ζωή τους. Πόσες φορές δε νιώσαμε την ανάγκη να ‘χουμε έναν άνθρωπο έτοιμο να μας ακούσει πρόθυμα;
Ποιος είναι όμως πραγματικός φίλος/η; Πότε μια φιλία σφυρηλατείται στο αμόνι του χρόνου; Λένε πως οι φίλοι είναι άγγελοι που μας σηκώνουν ψηλά στον ουρανό, όταν τα δικά μας φτερά ξεχνούν πώς πετάνε. Κι ακόμη πως πραγματικοί φίλοι είναι εκείνοι που δε διστάζουν να μας κάνουν κριτική προκειμένου να γίνουμε καλύτεροι, αλλά χωρίς να μας εκθέτουν μπροστά σε τρίτους και πάντα μιλώντας μας με αγάπη και ενδιαφέρον. Γιατί αληθινός φίλος είναι εκείνος που μιλά στον κόσμο για τα προτερήματά μας και σε μας τους ίδιους για τα ελαττώματά μας.
Έτυχε πολλές φορές να στεναχωρηθούμε, γιατί νιώσαμε προδομένοι από ανθρώπους που τους θεωρούσαμε φίλους. Κι ακόμη από άτομα που συχνά κάναμε θυσίες προκειμένου να τα στηρίξουμε, όταν είχαν την ανάγκη μας. Είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό η στεναχώρια και η απογοήτευση σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα όμως δε θα έπρεπε να νιώθουμε έτσι. Αντίθετα, θα ‘πρεπε να λυπούμαστε αυτά τα πρόσωπα, που δεν είχαν τη δική μας δύναμη.
Επιστρέφω και πάλι στο πρώτο εκείνο κείμενο, που το Σεπτέμβρη του μακρινού 1975 μ’ έφερε σε πρώτη επαφή με τη μαγεία των αρχαίων Ελληνικών.
Πιστεύω τω φίλω.
Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις.
Ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει.
Τοις των φίλων λόγοις αεί πιστεύομεν.
Ει κινδυνεύετε, ω φίλοι, τους των ανθρώπων τρόπους γιγνώσκετε.
Οι μεν γαρ άπιστοι φίλοι ού μετέχουσι του κινδύνου, οι δε πιστοί συνκινδυνεύουσι τοις φίλοις.
Πιστοίς φίλοις μάλλον ή χρυσώ και αργύρω πιστεύομεν.
Οι αγαθοί άνθρωποι και εν κινδύνοις αεί αγαθόν έχουσι θυμόν]. Τω γαρ θεώ πιστεύουσιν.
Ώ φίλε, ο θεός τους αγαθούς ανθρώπους ού λείπει. Πολλοί άνθρωποι τω πλούτω μάλλον ή τω θεώ πιστεύουσι.
Πρωτομαγιάτικες εικόνες
Μάιος … Η ανθοφορία της φύσης σημαίνει την ευφορία των ψυχών. Όλη η πλάση γιορτάζει και μαζί οι καρδιές μας αγάλλονται. Μαγιάτικες εικόνες πολλές στο μυαλό μου. Οι κάμποι του χωριού ντυμένοι στα γιορτινά, οι κήποι των σπιτιών ολάνθιστοι και μοσχομυρισμένοι. Ένα πανηγύρι χρωμάτων ο τόπος. Κι ένα πανηγύρι χαράς τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Τα υπαίθρια καφενεία στις δόξες τους, τα χωρατά των θαμώνων να γεμίζουν με τρανταχτά γέλια την ατμόσφαιρα, το παγωτό του πλανόδιου παγωτατζή, το μαχαλλεπί της θείας, τα πεντανόστιμα φρούτα της άνοιξης, τα νυχτερινά παιχνίδια των παιδιών – εμάς των παιδιών -, οι βόλτες με τα ποδήλατα, το πέταγμα των χαρταετών, οι ανοικτές αυλόπορτες των σπιτιών, οι ανοικτές καρδιές μικρών και μεγάλων …
Πρωτομαγιά και ο περίπατος στη φύση απαραίτητος, καθώς θα ‘πρεπε να μαζέψουμε αγριολούλουδα, για το μαγιάτικο στεφάνι που κοσμούσε την εξώπορτα κάθε σπιτιού. Μέσα σ’ αυτό το στεφάνι βρισκόταν συμπυκνωμένη η ίδια η φύση. Μέσα απ’ αυτό ήταν σαν να μας επισκεπτόταν η ίδια η Άνοιξη.
Μάιος. Εικόνες πολλές, πολλές πινελιές στο νου και στην καρδιά μας. Ας αφήσουμε τη «ζωγραφική» να μας μιλήσει για την πρωτομαγιά …
Πρώτη Μαΐου
Διονύσιου Σολωμού
Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα,
που ωραιότερη η φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίνες, νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι
ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι χαρείτε του χρόνου τη νιότη,
άντρες, γέροι, γυναίκες , παιδιά.
Διονύσιου Σολωμού
Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα,
που ωραιότερη η φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίνες, νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι
ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι χαρείτε του χρόνου τη νιότη,
άντρες, γέροι, γυναίκες , παιδιά.
24.4.2014 Τα ακάθαρτα ρούχα της γειτόνισσας
Η νιόπαντρη γυναίκα στάθηκε πίσω από το παράθυρο και κοίταξε έξω. Είδε μια γιαγιά να απλώνει στην αυλή τα πλυμένα της ρούχα, αλλά της φάνηκαν ακάθαρτα και το ‘πε στον άνδρα της λέγοντας «μάλλον δεν θα χρησιμοποιεί σύγχρονα απορρυπαντικά, θα ‘ναι παλιάς σχολής». Ο άνδρας δε σχολίασε. Μετά από λίγες μέρες πάλι τα ίδια. Η νιόπαντρη νεαρή γυναίκα απορούσε «πώς είναι δυνατόν να μην της λέει κάποιος για τα καινούρια απορρυπαντικά»; «Μπορεί να μην έχει καν πλυντήριο», σχολίασε χαμηλόφωνα ο άνδρας και έκλεισε τη συζήτηση εκεί. Την επόμενη φορά που η νιόπαντρη κοίταξε έξω, έμεινε άγαλμα! Τα ρούχα της ηλικιωμένης γειτόνισσας άστραφταν από καθαριότητα. Πανηγυρίζοντας, η νεαρή, είπε στον άνδρα της: «Είδες; Κάποιος θα της πήρε απορρυπαντικό ή και πλυντήριο». «Όχι», της απάντησε εκείνος. «Απλώς εγώ καθάρισα τα τζάμια μας». (Από την εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», Τετάρτη 1 Μαϊου 2013)
Συνηθίζουμε οι άνθρωποι να επικρίνουμε τους άλλους με βάση αυτά που βλέπουμε. Ξεχνάμε βέβαια να κοιτάξουμε πρώτα τον εαυτό μας. Μήπως και το λάθος βρίσκεται σε μας; Η κριτική και η επίκριση των άλλων είναι πάντα ο εύκολος δρόμος. Η αυτοκριτική και το γνώθι σ’ αυτόν είναι η κόλασή μας. Και όμως. Πολλά θα ήταν διαφορετικά στις σχέσεις μας και στην καθημερινότητά μας αν είχαμε τη δύναμη και την ικανότητα να κοιτάζουμε πρώτα μέσα μας. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις με τα παιδιά μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας. Καλή η κριτική, οι συμβουλές και όλα τα σχετικά. Αλλά να μην ξεχνάμε πως πρώτα πρέπει να κοιτάμε και τη δική μας συμπεριφορά και το δικό μας τρόπο σκέψης μήπως κάπου κάνουμε λάθος και μεις ή μήπως είμαστε υπερβολικοί σε κάτι. Προτού, λοιπόν, ασκήσουμε την κριτική μας ας κοιτάξουμε τα τζάμια μέσα από τα οποία παρατηρούμε τον κόσμο και τις συμπεριφορές του.
Η νιόπαντρη γυναίκα στάθηκε πίσω από το παράθυρο και κοίταξε έξω. Είδε μια γιαγιά να απλώνει στην αυλή τα πλυμένα της ρούχα, αλλά της φάνηκαν ακάθαρτα και το ‘πε στον άνδρα της λέγοντας «μάλλον δεν θα χρησιμοποιεί σύγχρονα απορρυπαντικά, θα ‘ναι παλιάς σχολής». Ο άνδρας δε σχολίασε. Μετά από λίγες μέρες πάλι τα ίδια. Η νιόπαντρη νεαρή γυναίκα απορούσε «πώς είναι δυνατόν να μην της λέει κάποιος για τα καινούρια απορρυπαντικά»; «Μπορεί να μην έχει καν πλυντήριο», σχολίασε χαμηλόφωνα ο άνδρας και έκλεισε τη συζήτηση εκεί. Την επόμενη φορά που η νιόπαντρη κοίταξε έξω, έμεινε άγαλμα! Τα ρούχα της ηλικιωμένης γειτόνισσας άστραφταν από καθαριότητα. Πανηγυρίζοντας, η νεαρή, είπε στον άνδρα της: «Είδες; Κάποιος θα της πήρε απορρυπαντικό ή και πλυντήριο». «Όχι», της απάντησε εκείνος. «Απλώς εγώ καθάρισα τα τζάμια μας». (Από την εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», Τετάρτη 1 Μαϊου 2013)
Συνηθίζουμε οι άνθρωποι να επικρίνουμε τους άλλους με βάση αυτά που βλέπουμε. Ξεχνάμε βέβαια να κοιτάξουμε πρώτα τον εαυτό μας. Μήπως και το λάθος βρίσκεται σε μας; Η κριτική και η επίκριση των άλλων είναι πάντα ο εύκολος δρόμος. Η αυτοκριτική και το γνώθι σ’ αυτόν είναι η κόλασή μας. Και όμως. Πολλά θα ήταν διαφορετικά στις σχέσεις μας και στην καθημερινότητά μας αν είχαμε τη δύναμη και την ικανότητα να κοιτάζουμε πρώτα μέσα μας. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις με τα παιδιά μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας. Καλή η κριτική, οι συμβουλές και όλα τα σχετικά. Αλλά να μην ξεχνάμε πως πρώτα πρέπει να κοιτάμε και τη δική μας συμπεριφορά και το δικό μας τρόπο σκέψης μήπως κάπου κάνουμε λάθος και μεις ή μήπως είμαστε υπερβολικοί σε κάτι. Προτού, λοιπόν, ασκήσουμε την κριτική μας ας κοιτάξουμε τα τζάμια μέσα από τα οποία παρατηρούμε τον κόσμο και τις συμπεριφορές του.
20.4.2014 Χριστός Ανέστη!
«Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα…»
(Καταβασίαι του Πάσχα, α’ ειρμός)
Η Ορθοδοξία αγάλλεται για την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μας καλεί να λαμπρυνθούμε, γιατί ανέτειλε η μεγάλη μέρα της Ανάστασης. Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, μέσα από τον πόνο και τη σταύρωση οδήγησε στην Ανάσταση με τη νίκη Του πάνω στο θάνατο. Ο ίδιος ο Χριστός είναι η διαλεκτική ζωής και θανάτου. Η Ανάστασή του είναι το ζωοποιό μήνυμα στην ψυχή και το πνεύμα του Ανθρώπου. Είναι μήνυμα ελπίδας. Ελπίδας και παρηγοριάς.
Ο άνθρωπος του σήμερα που βιώνει την πίκρα, την απαξίωση, τον πόνο, την καθημερινή απόρριψη, το αίσθημα απόγνωσης και θανάτου έχει ανάγκη πιότερο από ποτέ το χαρμόσυνο μήνυμα που τόσο εμφατικά φέρνει το λαμπροφόρο και λυτρωτικό μήνυμα της Ανάστασης. Το χαροποιό αυτό μήνυμα, που κομίζει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης, είναι το πιο ασφαλές στήριγμα για όλους μας, αφού μας δίνει αισιοδοξία και δύναμη να πορευθούμε στο δικό μας καθημερινό Γολγοθά όντας βέβαιοι για την κατάληξη της πορείας μας με την παλιγγενεσία, ατομική και συλλογική, που θ’ ακολουθήσει.
Χριστός Ανέστη, φίλες και φίλοι, δύναμη και αντοχή να ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία στη ζωή μας!
«Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα…»
(Καταβασίαι του Πάσχα, α’ ειρμός)
Η Ορθοδοξία αγάλλεται για την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μας καλεί να λαμπρυνθούμε, γιατί ανέτειλε η μεγάλη μέρα της Ανάστασης. Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, μέσα από τον πόνο και τη σταύρωση οδήγησε στην Ανάσταση με τη νίκη Του πάνω στο θάνατο. Ο ίδιος ο Χριστός είναι η διαλεκτική ζωής και θανάτου. Η Ανάστασή του είναι το ζωοποιό μήνυμα στην ψυχή και το πνεύμα του Ανθρώπου. Είναι μήνυμα ελπίδας. Ελπίδας και παρηγοριάς.
Ο άνθρωπος του σήμερα που βιώνει την πίκρα, την απαξίωση, τον πόνο, την καθημερινή απόρριψη, το αίσθημα απόγνωσης και θανάτου έχει ανάγκη πιότερο από ποτέ το χαρμόσυνο μήνυμα που τόσο εμφατικά φέρνει το λαμπροφόρο και λυτρωτικό μήνυμα της Ανάστασης. Το χαροποιό αυτό μήνυμα, που κομίζει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης, είναι το πιο ασφαλές στήριγμα για όλους μας, αφού μας δίνει αισιοδοξία και δύναμη να πορευθούμε στο δικό μας καθημερινό Γολγοθά όντας βέβαιοι για την κατάληξη της πορείας μας με την παλιγγενεσία, ατομική και συλλογική, που θ’ ακολουθήσει.
Χριστός Ανέστη, φίλες και φίλοι, δύναμη και αντοχή να ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία στη ζωή μας!
13.4.2014 Oι μοιραίοι!
Ο άνθρωπος πλάστηκε για να σκέφτεται, να μιλά, να πράττει, να αντιδρά εκεί και όπου του καταπατούν το δίκαιο και κυρίως εκεί και όπου αποφάσεις και πράξεις άλλων αδικούν το σύνολο. Προπάντων οι άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά, όσοι αμείβονται για να ‘ναι θεματοφύλακες αρχών και αξιών και να φροντίζουν για την εύρυθμη λειτουργία οργανισμών έχουν επιπρόσθετο κίνητρο, αλλά και υποχρέωση, να μη σιωπούν και σκύβουν το κεφάλι.
Δυστυχώς, μια λανθασμένη ραγιαδίστικη νοοτροπία χαρακτηρίζει πολλούς, και κυρίως ανθρώπους στο δημόσιο. Ανεβαίνοντας την κλίμακα της ιεραρχίας συρρικνώνεται ο λόγος τους, μειώνονται οι αντιστάσεις τους σε ό,τι υπερβολικό – ενίοτε και παράλογο – τους ζητηθεί και μετατρέπονται σε υπηρέτες μιας τάξης πραγμάτων που πιο πολύ εξυπηρετεί τους τύπους και τα συμφέροντα όσων επινοούν πράγματα προς εφαρμογή αδιαφορώντας αν το συλλογικό καλό εξυπηρετείται ή όχι με αυτά.
Έτσι, παραμένουν αδρανείς, σκύβουν το κεφάλι, υπομένουν εξευτελισμούς γιατί ποτέ δεν ήταν αυτόφωτα όντα, γιατί έδεσαν την ελευθερία τους στο άρμα εκείνων από τους οποίους πιάστηκαν για να ανέβουν. Μοιραία οι στίχοι του ποιητή «Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα/όπου μας εύρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα»! θα παραμείνουν επίκαιροι και πάντα καυστικοί, για να αποδίδουν με γλαφυρότητα – αλλά και τραγικότητα – μια πραγματικότητα που προσβάλλει το άτομο και βλάπτει το σύνολο.
10.4.2014 Ένας Αγώνας η ζωή μας…
Πνίγεσαι όχι αν πέσεις στο ποτάμι,
αλλά αν παραμείνεις βυθισμένος σ’ αυτό.
Paoulo Coehlo
Η απογοήτευση δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή του ανθρώπου. Ή έστω θα πρέπει να είναι πάντα προσωρινή, σύντομη και να την διαδέχεται η νέα προσπάθεια. Κανείς δε χάθηκε γιατί γλίστρησε κι έπεσε. Χάθηκαν όμως πολλοί που παράτησαν τον αγώνα κι έμειναν κάτω.
Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να παλεύει. Σε κάθε περίπτωση και κάθε στιγμή. Η ζωή μας ένας συνεχής ανήφορος. Ένα πάλεμα. Μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο ξέφωτο ξεκινά και πάλι η ανάβαση. Σ’ αυτή την ανάβαση κρύβεται η όλη γοητεία και το νόημα της ζωής. Η βιωτή του καθενός ένα καβαφικό ταξίδι για την Ιθάκη. Δυσκολίες, περιπέτειες, αποτυχίες, πεσίματα, βουλιάγματα που πάντα όμως τα ακολουθούν νέοι αγώνες, νέα παλέματα, νέα οράματα και στόχοι.
6.4.2014 Ν’ αγαπάς την ευθύνη …
Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω
Νίκος Καζαντζάκης
Ν’ αγαπάμε την ευθύνη. Μεγάλη υπόθεση σε μια εποχή που η αποφυγή ευθυνών αποτελεί προσωπική επιλογή των περισσοτέρων. Ιδιαίτερα όσοι κατέχουν δημόσια αξιώματα συχνά πυκνά προτιμούν να «κρύβονται», να αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων, να μην τολμούν να πάρουν την ευθύνη οδηγιών και να μεταφέρουν τα προβλήματα στους παρακάτω. Ένα σκηνικό γνώριμο σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής ενίοτε και του προσωπικού μας βίου. Ο άνθρωπος όμως καταξιώνεται μόνο μέσα από την ανάληψη ευθυνών. Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, να βελτιωθεί, να προοδεύσει...
2.4.2014 Περί αποτυχίας …
« Κανένας δεν είναι αποτυχημένος άνθρωπος. Απλώς έκανε μία ή περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες.»
Στην αποτυχία υπάρχει μία απλή και δυναμική πρόταση. ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΠΑΛΙ. Να θυμόμαστε ότι όσο πιο ανασφαλές και μικρό είναι το άτομο, τόσο πιο συχνά και εμφαντικά πρέπει να υπογραμμίζουμε τα θετικά του σημεία και να το οδηγούμε στην επιτυχία.
Η αποτυχία είναι μέρος της ζωής μας. Να χαιρόμαστε την πορεία και την προσπάθεια και να έχουμε τη δύναμη να δοκιμάζουμε ξανά και ξανά.
29.3.2014 Ποιος ζει ποιος πεθαίνει!
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δεν ταξιδεύει
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δεν διαβάζει, που δεν ακούει μουσική.
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δε βρίσκει ευχαρίστηση μέσα από τις εικόνες!
Πάπλο Νερούδα
Οι στίχοι αυτοί του Χιλιανού ποιητή Πάπλο Νερούδα (ολόκληρο το ποίημά του στο λήμμα ΑΛΙΕΥΟΝΤΑΣ) δείχνουν ακριβώς πού κρύβεται το αληθινό νόημα της ζωής. Είναι στις μικρές, καθημερινές στιγμές που συχνά, στη δίνη μιας ανισόρροπης πορείας αδυνατούμε να δούμε, να αγγίξουμε, να γευτούμε. Είναι μέσα σ’ όλες εκείνες τις εικόνες που ξεδιπλώνονται μπροστά μας, μέσα στα μάτια και το χαμόγελο ενός παιδιού, στο «ευχαριστώ» του δίπλα μας, στο θαύμα της ανθισμένης αμυγδαλιάς, στους υπέροχους στίχους ενός τραγουδιού, στην αρμονία των ήχων μιας μελωδίας. Μέσα στο μαγικό κόσμο ενός βιβλίου που σε ταξιδεύει με μέσο τη φαντασία, είναι στη δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Γιατί τα όνειρα είναι δικά μας και κανείς δεν μπορεί να επέμβει, να τα κουρέψει, να τα φορολογήσει, να τα απαγορεύσει.
23.3.2014 Αλλάζουμε …
«Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο»,
Μαχάτμα Γκάντι
Πολύ συχνά μεμψιμοιρούμε για διάφορα που βλέπουμε γύρω μας. Δεν μας ικανοποιούν πράγματα και καταστάσεις στον επαγγελματικό μας χώρο, στην ίδια την οικογένειά μας, στους χώρους που ζούμε και κινούμαστε. Έχουμε πολύ εύκολη την κριτική και την επίρριψη ευθυνών στους άλλους. Είμαστε ικανότατοι και λαλίστατοι στην κατάθεση ιδεών για αλλαγές που θεωρούμε ότι θα αναμορφώσουν τον κόσμο και το γύρω μας κοινωνικό/οικογενειακό/επαγγελματικό περιβάλλον. Κι απογοητευόμαστε γιατί στην πραγματικότητα τίποτε ή σχεδόν τίποτε δεν αλλάζει. Πολλά όμως θα μπορούσαν να γίνονταν καλύτερα αν εμείς οι ίδιοι αλλάζαμε. Αν εμείς οι ίδιοι γινόμασταν οι φορείς της αλλαγής που επιθυμούμε να δούμε γύρω μας. Λίγη αυτοκριτική, περισσότερη προσπάθεια αυτοβελτίωσης και η αλλαγή που επιζητούμε θα αρχίσει να γλυκοχαράζει. Και να μην ξεχνάμε τον ποιητή: «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Με υπομονή και με μικρά σταθερά βήματα μπορούμε για καλύτερα σε όλους τους τομείς.
19.3.2014 Ενθαρρύνοντας …
«Ενθάρρυνε. Μην πληγώνεις ελέγχοντας». Γέροντας Πορφύριος
Σοφά λόγια βγαλμένα από το στόμα του Γέροντα Πορφύριου. Ας τα διαβάσουμε προσεχτικά. Ας δούμε πίσω από τις λέξεις. Επιθεωρητές, διευθυντές, δάσκαλοι, γονείς, σύζυγοι. Πόσες φορές μπορεί να πληγώσουμε τον υφιστάμενό μας, το παιδί μας, το συνάδελφό μας, τον/την σύζυγο. Γιατί; Επειδή μάθαμε να βλέπουμε τα λάθη ή τα «λάθη» των άλλων κι επειδή δεν μάθαμε να έχουμε υπομονή μαζί τους, αλλά και να συγχωρούμε. Πόσο διαφορετικές θα ήταν οι σχέσεις αν μπορούσαμε να ενθαρρύνουμε, αντί να αποθαρρύνουμε πληγώνοντας με τις παρατηρήσεις μας, αν μπορούσαμε να επαινούμε αντί να επιτιμούμε. Τα σκληρά λόγια είναι συχνά μαχαίρι που πληγώνει. Για κείνον που δουλεύει, που προσπαθεί, που αφιερώνει χρόνο σε μια εργασία τα επιτιμητικά σχόλια θέτουν φραγμό στις προσπάθειες, προκαλούν ματαίωση. Αντίθετα, η ενίσχυση κάθε θετικής προσπάθειας, ο έπαινος σε κάθε μικρή επιτυχία δίνει φτερά στη θέληση για περισσότερο μόχθο και μεγαλύτερη προσπάθεια.
14.3.2014 Μάνα
Έτσι καθώς τα χρόνια μας περνούν και η ζωή μας κάνει κύκλους δεν είναι λίγες οι φορές που ο νους αφήνεται να ταξιδέψει στο παρελθόν. Ό,τι κουβαλάμε μέσα, και κυρίως τα παιδικά μας βιώματα, μας συνοδεύουν εφ’ όρου ζωής. Κυρίως όμως σημαδεύουν τον καθένα εκείνες οι ώρες, οι γεμάτες αγάπη, στοργή και φροντίδα της Μάνας! Κι όταν πρόκειται για μια μάνα κουράγιο, μια μάνα που μοναδική της έγνοια ήταν να δίνει απλόχερα τη βοήθεια και την αγάπη της τότε τα σημάδια από το πέρασμά της είναι ανεξίτηλα. Σ’ αυτή τη Μάνα που σήμερα κλείνουν κιόλας έντεκα χρόνια που άφησε τη γη, αλλά που η παρουσία της είναι καθημερινή στα παιδιά της και στα εγγόνια της, αφιερωμένο το κείμενο που ακολουθεί. Αιωνία σου η μνήμη άγγελε της καρδιάς μας…
Ο άνθρωπος πλάστηκε για να σκέφτεται, να μιλά, να πράττει, να αντιδρά εκεί και όπου του καταπατούν το δίκαιο και κυρίως εκεί και όπου αποφάσεις και πράξεις άλλων αδικούν το σύνολο. Προπάντων οι άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά, όσοι αμείβονται για να ‘ναι θεματοφύλακες αρχών και αξιών και να φροντίζουν για την εύρυθμη λειτουργία οργανισμών έχουν επιπρόσθετο κίνητρο, αλλά και υποχρέωση, να μη σιωπούν και σκύβουν το κεφάλι.
Δυστυχώς, μια λανθασμένη ραγιαδίστικη νοοτροπία χαρακτηρίζει πολλούς, και κυρίως ανθρώπους στο δημόσιο. Ανεβαίνοντας την κλίμακα της ιεραρχίας συρρικνώνεται ο λόγος τους, μειώνονται οι αντιστάσεις τους σε ό,τι υπερβολικό – ενίοτε και παράλογο – τους ζητηθεί και μετατρέπονται σε υπηρέτες μιας τάξης πραγμάτων που πιο πολύ εξυπηρετεί τους τύπους και τα συμφέροντα όσων επινοούν πράγματα προς εφαρμογή αδιαφορώντας αν το συλλογικό καλό εξυπηρετείται ή όχι με αυτά.
Έτσι, παραμένουν αδρανείς, σκύβουν το κεφάλι, υπομένουν εξευτελισμούς γιατί ποτέ δεν ήταν αυτόφωτα όντα, γιατί έδεσαν την ελευθερία τους στο άρμα εκείνων από τους οποίους πιάστηκαν για να ανέβουν. Μοιραία οι στίχοι του ποιητή «Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα/όπου μας εύρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα»! θα παραμείνουν επίκαιροι και πάντα καυστικοί, για να αποδίδουν με γλαφυρότητα – αλλά και τραγικότητα – μια πραγματικότητα που προσβάλλει το άτομο και βλάπτει το σύνολο.
10.4.2014 Ένας Αγώνας η ζωή μας…
Πνίγεσαι όχι αν πέσεις στο ποτάμι,
αλλά αν παραμείνεις βυθισμένος σ’ αυτό.
Paoulo Coehlo
Η απογοήτευση δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή του ανθρώπου. Ή έστω θα πρέπει να είναι πάντα προσωρινή, σύντομη και να την διαδέχεται η νέα προσπάθεια. Κανείς δε χάθηκε γιατί γλίστρησε κι έπεσε. Χάθηκαν όμως πολλοί που παράτησαν τον αγώνα κι έμειναν κάτω.
Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να παλεύει. Σε κάθε περίπτωση και κάθε στιγμή. Η ζωή μας ένας συνεχής ανήφορος. Ένα πάλεμα. Μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο ξέφωτο ξεκινά και πάλι η ανάβαση. Σ’ αυτή την ανάβαση κρύβεται η όλη γοητεία και το νόημα της ζωής. Η βιωτή του καθενός ένα καβαφικό ταξίδι για την Ιθάκη. Δυσκολίες, περιπέτειες, αποτυχίες, πεσίματα, βουλιάγματα που πάντα όμως τα ακολουθούν νέοι αγώνες, νέα παλέματα, νέα οράματα και στόχοι.
6.4.2014 Ν’ αγαπάς την ευθύνη …
Ν’ αγαπάς την ευθύνη
να λες εγώ, εγώ μονάχος μου
θα σώσω τον κόσμο.
Αν χαθεί, εγώ θα φταίω
Νίκος Καζαντζάκης
Ν’ αγαπάμε την ευθύνη. Μεγάλη υπόθεση σε μια εποχή που η αποφυγή ευθυνών αποτελεί προσωπική επιλογή των περισσοτέρων. Ιδιαίτερα όσοι κατέχουν δημόσια αξιώματα συχνά πυκνά προτιμούν να «κρύβονται», να αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων, να μην τολμούν να πάρουν την ευθύνη οδηγιών και να μεταφέρουν τα προβλήματα στους παρακάτω. Ένα σκηνικό γνώριμο σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής ενίοτε και του προσωπικού μας βίου. Ο άνθρωπος όμως καταξιώνεται μόνο μέσα από την ανάληψη ευθυνών. Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, να βελτιωθεί, να προοδεύσει...
2.4.2014 Περί αποτυχίας …
« Κανένας δεν είναι αποτυχημένος άνθρωπος. Απλώς έκανε μία ή περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες.»
Στην αποτυχία υπάρχει μία απλή και δυναμική πρόταση. ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΠΑΛΙ. Να θυμόμαστε ότι όσο πιο ανασφαλές και μικρό είναι το άτομο, τόσο πιο συχνά και εμφαντικά πρέπει να υπογραμμίζουμε τα θετικά του σημεία και να το οδηγούμε στην επιτυχία.
Η αποτυχία είναι μέρος της ζωής μας. Να χαιρόμαστε την πορεία και την προσπάθεια και να έχουμε τη δύναμη να δοκιμάζουμε ξανά και ξανά.
29.3.2014 Ποιος ζει ποιος πεθαίνει!
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δεν ταξιδεύει
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δεν διαβάζει, που δεν ακούει μουσική.
Πεθαίνει σιγά σιγά αυτός που δε βρίσκει ευχαρίστηση μέσα από τις εικόνες!
Πάπλο Νερούδα
Οι στίχοι αυτοί του Χιλιανού ποιητή Πάπλο Νερούδα (ολόκληρο το ποίημά του στο λήμμα ΑΛΙΕΥΟΝΤΑΣ) δείχνουν ακριβώς πού κρύβεται το αληθινό νόημα της ζωής. Είναι στις μικρές, καθημερινές στιγμές που συχνά, στη δίνη μιας ανισόρροπης πορείας αδυνατούμε να δούμε, να αγγίξουμε, να γευτούμε. Είναι μέσα σ’ όλες εκείνες τις εικόνες που ξεδιπλώνονται μπροστά μας, μέσα στα μάτια και το χαμόγελο ενός παιδιού, στο «ευχαριστώ» του δίπλα μας, στο θαύμα της ανθισμένης αμυγδαλιάς, στους υπέροχους στίχους ενός τραγουδιού, στην αρμονία των ήχων μιας μελωδίας. Μέσα στο μαγικό κόσμο ενός βιβλίου που σε ταξιδεύει με μέσο τη φαντασία, είναι στη δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Γιατί τα όνειρα είναι δικά μας και κανείς δεν μπορεί να επέμβει, να τα κουρέψει, να τα φορολογήσει, να τα απαγορεύσει.
23.3.2014 Αλλάζουμε …
«Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο»,
Μαχάτμα Γκάντι
Πολύ συχνά μεμψιμοιρούμε για διάφορα που βλέπουμε γύρω μας. Δεν μας ικανοποιούν πράγματα και καταστάσεις στον επαγγελματικό μας χώρο, στην ίδια την οικογένειά μας, στους χώρους που ζούμε και κινούμαστε. Έχουμε πολύ εύκολη την κριτική και την επίρριψη ευθυνών στους άλλους. Είμαστε ικανότατοι και λαλίστατοι στην κατάθεση ιδεών για αλλαγές που θεωρούμε ότι θα αναμορφώσουν τον κόσμο και το γύρω μας κοινωνικό/οικογενειακό/επαγγελματικό περιβάλλον. Κι απογοητευόμαστε γιατί στην πραγματικότητα τίποτε ή σχεδόν τίποτε δεν αλλάζει. Πολλά όμως θα μπορούσαν να γίνονταν καλύτερα αν εμείς οι ίδιοι αλλάζαμε. Αν εμείς οι ίδιοι γινόμασταν οι φορείς της αλλαγής που επιθυμούμε να δούμε γύρω μας. Λίγη αυτοκριτική, περισσότερη προσπάθεια αυτοβελτίωσης και η αλλαγή που επιζητούμε θα αρχίσει να γλυκοχαράζει. Και να μην ξεχνάμε τον ποιητή: «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Με υπομονή και με μικρά σταθερά βήματα μπορούμε για καλύτερα σε όλους τους τομείς.
19.3.2014 Ενθαρρύνοντας …
«Ενθάρρυνε. Μην πληγώνεις ελέγχοντας». Γέροντας Πορφύριος
Σοφά λόγια βγαλμένα από το στόμα του Γέροντα Πορφύριου. Ας τα διαβάσουμε προσεχτικά. Ας δούμε πίσω από τις λέξεις. Επιθεωρητές, διευθυντές, δάσκαλοι, γονείς, σύζυγοι. Πόσες φορές μπορεί να πληγώσουμε τον υφιστάμενό μας, το παιδί μας, το συνάδελφό μας, τον/την σύζυγο. Γιατί; Επειδή μάθαμε να βλέπουμε τα λάθη ή τα «λάθη» των άλλων κι επειδή δεν μάθαμε να έχουμε υπομονή μαζί τους, αλλά και να συγχωρούμε. Πόσο διαφορετικές θα ήταν οι σχέσεις αν μπορούσαμε να ενθαρρύνουμε, αντί να αποθαρρύνουμε πληγώνοντας με τις παρατηρήσεις μας, αν μπορούσαμε να επαινούμε αντί να επιτιμούμε. Τα σκληρά λόγια είναι συχνά μαχαίρι που πληγώνει. Για κείνον που δουλεύει, που προσπαθεί, που αφιερώνει χρόνο σε μια εργασία τα επιτιμητικά σχόλια θέτουν φραγμό στις προσπάθειες, προκαλούν ματαίωση. Αντίθετα, η ενίσχυση κάθε θετικής προσπάθειας, ο έπαινος σε κάθε μικρή επιτυχία δίνει φτερά στη θέληση για περισσότερο μόχθο και μεγαλύτερη προσπάθεια.
14.3.2014 Μάνα
Έτσι καθώς τα χρόνια μας περνούν και η ζωή μας κάνει κύκλους δεν είναι λίγες οι φορές που ο νους αφήνεται να ταξιδέψει στο παρελθόν. Ό,τι κουβαλάμε μέσα, και κυρίως τα παιδικά μας βιώματα, μας συνοδεύουν εφ’ όρου ζωής. Κυρίως όμως σημαδεύουν τον καθένα εκείνες οι ώρες, οι γεμάτες αγάπη, στοργή και φροντίδα της Μάνας! Κι όταν πρόκειται για μια μάνα κουράγιο, μια μάνα που μοναδική της έγνοια ήταν να δίνει απλόχερα τη βοήθεια και την αγάπη της τότε τα σημάδια από το πέρασμά της είναι ανεξίτηλα. Σ’ αυτή τη Μάνα που σήμερα κλείνουν κιόλας έντεκα χρόνια που άφησε τη γη, αλλά που η παρουσία της είναι καθημερινή στα παιδιά της και στα εγγόνια της, αφιερωμένο το κείμενο που ακολουθεί. Αιωνία σου η μνήμη άγγελε της καρδιάς μας…
Κατερίνα!.doc | |
File Size: | 51 kb |
File Type: | doc |
12.3.2014 … Προς εσχάτως διορισθέντες σε δημόσιες θέσεις…
“Πλούσιος είναι όποιος δεν πεθυμάει τον πλούτο, φτωχός είναι ο πλούσιος που πεθυμάει κι άλλα πλούτη».
Ακούοντας σήμερα τα νέα πρόσωπα που επελέγησαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το Υπουργικό του Συμβούλιο, αλλά και άλλα καίρια πόστα της κρατικής μηχανής, σκέφτηκα πόσο επίκαιρα θα ‘πρεπε να ‘ναι τα λόγια τούτα του Φτωχούλη του Θεού, του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης, όπως τα συναντάμε στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Στο διαδίχτυο κυκλοφορούν ήδη τα προσόντα και ο πρότερος επαγγελματικός βίος καθενός και καθεμιάς των επιλεγέντων. Πλούσια προσόντα και επίσης πλούσια η καριέρα ενός και μίας εκάστου. Αλλά στην Κύπρο που ζούμε, τη νήσο των Αγίων που κατάντησε τις τελευταίες δεκαετίες σε νήσο της αρπαχτής και του βολέματος, κύριο προσόν θα πρέπει να είναι πρώτιστα η αρετή της τιμιότητας. «Ζητείται τίμιος» και μετά όλα τα υπόλοιπα προσόντα.
Με την ελπίδα ότι οι νεοδιορισθέντες και νεοδιορισθείσες θα αποδειχτούν τιμιότατοι και αποτελεσματικότατοι στα νέα τους καθήκοντα να τους ευχηθούμε κάθε επιτυχία. Από κει και πέρα κριτής για τον καθένα είναι ο ίδιος ο λαός. Ένας λαός πολλάκις απογοητευμένος και προδομένος τις τελευταίες δεκαετίες που αναμένει επιτέλους να δει ανθρώπους που πραγματικά θα γνοιάζονται και θα υπηρετούν το κοινό καλό.
9.3.2014 Το ΡΙΚ που θέλουμε …
Με το πιο πάνω σλόγκαν το νέο Δ.Σ. του ημικρατικού ΡΙΚ κάνει καμπάνια εμπλοκής του κοινού για εισηγήσεις σχετικά με το πώς θα θέλαμε το ΡΙΚ. Αλήθεια, πώς θα θέλαμε ένα ραδιοτηλεοπτικό σταθμό που πληρώνεται από τις τσέπες όλων εμάς των φορολογουμένων; Θα τον θέλαμε ανταγωνιστικό προς τα ιδιωτικά κανάλια; Ένα σταθμό που θα ακολουθεί τη μόδα της εμπορικότητας και των σειρών του συρμού που προάγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποστολή ενός ημιδημόσιου οργανισμού; Τι θα στοίχιζε για παράδειγμα στο ΡΙΚ ένα ένθετο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ αμέσως μετά τις βραδινές ειδήσεις των 8 διάρκειας 15 ή 20 λεπτών; Και κει να προβάλλονται τα διάφορα γεγονότα που γίνονται στον τόπο μας (μουσικά, θεατρικά, κινηματογραφικά, εικαστικά κλπ δρώμενα) αλλά και εκδηλώσεις σχολείων που σήμερα, δυστυχώς, σπάνια φτάνουν στους τηλεοπτικές μας δέκτες. «Πουλούν» τα αρνητικά που συμβαίνουν και υπερπροβάλλονται, ενώ την ίδια ώρα εξαιρετικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις των σχολείων μας δεν αναδεικνύονται. Κι όμως, ενώ τα σχολεία μα επιζητούν το άνοιγά τους στην κοινωνία η ίδια η κοινωνία τους κλείνει συχνά την πόρτα. Αυτή την πόρτα οφείλει να ανοίξει επί καθημερινής βάσης το ΡΙΚ.
Αυτή, κύριε Τσολακέ, πρόεδρε του Δ.Σ. του ΡΙΚ είναι η ευθύνη του Ιδρύματος του οποίου προϊστασθε. Οι σαπουνόπερες, τα ριάλιτι και οι σειρές του συρμού δεν αποτελούν τις προτεραιότητες ενός Ιδρύματος που τρέφεται από τις σάρκες των Κυπρίων πολιτών. Παιδεία και πολιτισμός είναι η τελευταία ελπίδα αυτού του λαού για ανάκαμψη και το ΡΙΚ έχει ρόλο να διαδραματίσει.
7.3.2014
Διαβάζοντας ξανά, μετά από τριάντα χρόνια, το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν σαν να εντρυφούσα σ’ ένα ψυχογράφημα του τώρα. Ίδια πάθη, ίδιες μικρότητες, ίδια κι απαράλλαχτη η ανθρώπινη ματαιοδοξία, έστω κι αν συγγραφεάς σκιαγραφεί μια κοινωνία περασμένων αιώνων. Ο παπα-Γρηγόρης – σύμβολο φαρισαϊσμού και εξουσίας στο έργο κι ο Μανολιός – σύμβολο θυσιαστικής προσφοράς – είναι παντού στον περίγυρό μας. Δυστυχώς όμως οι Μανολιοί είναι δυσεύρετοι, ενώ πλεονάζουν οι παπα-Γρηγόρηδες.
Συχνά πυκνά μέσα από την επαγγελματική μου ενασχόληση έρχομαι αντιμέτωπος με «προβλήματα» που αποκλειστικός τους δημιουργός είναι η πνευματική ανωριμότητα των ανθρώπων και ο εγωισμός. Άνθρωποι που πιστεύουν ότι το σύμπαν κινείται γύρω από τον εαυτό τους. Αν μπορούσαν να δουν λίγο πιο πέρα θα κατανοούσαν πόσο μικρά κι ασήμαντα είναι συχνά τα «προβλήματά» τους κι οι διαφορές που δεν τους αφήνουν να πλησιάσουν τον άλλο. Λίγη αυτοκριτική, λίγη ενσυναίσθηση, λίγη αγάπη θα βοηθούσαν να μην είμαστε μια κοινωνία της Λυκόβρυσης, αλλά να γίνουμε μια κοινωνία της αλληλοκατανόησης και του φωτός.